3,277,218
edits
(13_7_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1535.png Seite 1535]] die von der Stammform [[κύρω]] vorkommenden Formen s. unter diesem besonders, fut. κυρήσω,<b class="b2"> treffen, antreffen; zufällig auf Einen stoßen</b>, ihm <b class="b2">begegnen</b>, wohinein gerathen. ἱεροῖσιν ἐπ' αἰθομένοισι κυρήσας, als er zufällig auf brennende Opfer gestoßen, Hes. O. 757; γνώμῃ κυρήσας, οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών, durch Vermuthung, Soph. O. R. 398, vgl. El. 653; <b class="b2">erreichen, erlangen</b>, wonach man gestrebt hat, u. übh. erlangen, auch vom Unglück; ὁρῶ κυροῦντα τόνδε τῶν ἐπαξίων Aesch. Prom. 70; ἀγρεύματος Spt. 589; νοστίμου σωτηρίας κυρήσει, στυγερᾶς μοίρας κυρήσας, Pers. 783. 874, öfter; βίου δὲ λῴονος ὑμᾶς κυρῆσαι Soph. O. R. 1514; δυσπότμων κασίγνητε γάμων κυρήσας Ant. 862; auch impers., ταῦτ' ἀφ' ὑμῶν βουλήσομαι κυρεῖν [[ἐμοί]] O. C. 1292; νῦν σοι [[τέρψις]] ἐμφανὴς κυρεῖ, wird dir zu Theil, Tr. 290; vgl. [[θανεῖν]] μοι [[συντυχία]] [[κρείσσων]] ἐκύρησε Eur. Hec. 215; κακὸν κυρεῖν τι Θρῃκίῳ στρατεύματι ἔοικεν Rhes. 745; ἐσθλῶν κυρήσεις I. A. 1035; τῆς δίκης, sein Recht erlangen, Phoen 500; aber Her. 9, 116 ist κυρήσας δίκης = dec seine Strafe bekommen hat; οἵων τέκνων ἐκύρησε 1, 31, vgl. 35, öfter; βασιληΐης ταφῆς u. ä., auch ἀτιμίης, 7, 158; seltener in att. Prosa, ὡς τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα Plat. Alc. II, 141 b. – Auch c. accus., τί νῦν [[ἕκατι]] δαιμόν ων κυρῶ; Aesch. Ch. 212, vgl. 703; ohne Casus, καὶ τόδ' ἂν [[γένος]] λέγων ἐξ Ἐπάφου κυρήσαις, möchtest du es treffen, wahr reden, Suppl. 584; – antreffen, finden, c. acc., ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῶ Eur. Hec. 798, εἰ μὴ κυρήσεις πολεμίους φεύγοντας Rhes. 113. – Aus Vrbdgn, wie [[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] [[πόλεμος]] ἐκ θεῶν κυρεῖ, Aesch. Spt. 23, er wird glücklich zu Theil, läuft glücklich ab, entsteht bei den Tragg. die einfache Bdtg »sich befinden«, »<b class="b2">sein</b>«, οὕνεκ' ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς, daß du außer Schuld bist, Aesch. Prom. 330, κακῶν μὲν [[ὅστις]] [[ἔμπειρος]] κυρεῖ Pers. 590; ἐνθάδ' [[ἤδη]] τοῦ πάθους κυρῶ Soph. Phil. 887; φονέα σέ φημι τἀνδρός, οὗ ζητεῖς, κυρεῖν O. R. 362; ποῦ μοι γῆς κυρεῖ τῆς Τρῳάδος Ai. 963; [[τίς]] ἐν πύλαισι δωμάτων κυρεῖ Eur. Phoen. 1074; bes. wie das prosaische [[τυγχάνω]], dem es bei den Tragg. entspricht, mit Participien, mit dem Nebenbegriff des Absichtslosen oder Zufälligen, σεσωσμένος κυρεῖ Aesch. Pers. 495; Ag. 1174; ποῦ ποτ' ὢν κυρεῖς; Soph. Phil. 794; εἰρηκὼς κυρεῖς, es trifft sich, daß du gesagt hast, di. hast gerade gesagt, O. C 578; μέν' ὡς κυρεῖς ἔχων, wie du gerade bist, Ai. 87, u. sonst oft, wie bei Eur.; auch umgekehrt, πλησίον γὰρ ἦν κυρῶν Soph. Phil. 871, vgl. 731. – Bei Pol. 12, 15, 9, τὰ πρὸς τὴν διαβολὴν κυροῦντα, = was sich darauf bezieht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1535.png Seite 1535]] die von der Stammform [[κύρω]] vorkommenden Formen s. unter diesem besonders, fut. κυρήσω,<b class="b2"> treffen, antreffen; zufällig auf Einen stoßen</b>, ihm <b class="b2">begegnen</b>, wohinein gerathen. ἱεροῖσιν ἐπ' αἰθομένοισι κυρήσας, als er zufällig auf brennende Opfer gestoßen, Hes. O. 757; γνώμῃ κυρήσας, οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών, durch Vermuthung, Soph. O. R. 398, vgl. El. 653; <b class="b2">erreichen, erlangen</b>, wonach man gestrebt hat, u. übh. erlangen, auch vom Unglück; ὁρῶ κυροῦντα τόνδε τῶν ἐπαξίων Aesch. Prom. 70; ἀγρεύματος Spt. 589; νοστίμου σωτηρίας κυρήσει, στυγερᾶς μοίρας κυρήσας, Pers. 783. 874, öfter; βίου δὲ λῴονος ὑμᾶς κυρῆσαι Soph. O. R. 1514; δυσπότμων κασίγνητε γάμων κυρήσας Ant. 862; auch impers., ταῦτ' ἀφ' ὑμῶν βουλήσομαι κυρεῖν [[ἐμοί]] O. C. 1292; νῦν σοι [[τέρψις]] ἐμφανὴς κυρεῖ, wird dir zu Theil, Tr. 290; vgl. [[θανεῖν]] μοι [[συντυχία]] [[κρείσσων]] ἐκύρησε Eur. Hec. 215; κακὸν κυρεῖν τι Θρῃκίῳ στρατεύματι ἔοικεν Rhes. 745; ἐσθλῶν κυρήσεις I. A. 1035; τῆς δίκης, sein Recht erlangen, Phoen 500; aber Her. 9, 116 ist κυρήσας δίκης = dec seine Strafe bekommen hat; οἵων τέκνων ἐκύρησε 1, 31, vgl. 35, öfter; βασιληΐης ταφῆς u. ä., auch ἀτιμίης, 7, 158; seltener in att. Prosa, ὡς τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα Plat. Alc. II, 141 b. – Auch c. accus., τί νῦν [[ἕκατι]] δαιμόν ων κυρῶ; Aesch. Ch. 212, vgl. 703; ohne Casus, καὶ τόδ' ἂν [[γένος]] λέγων ἐξ Ἐπάφου κυρήσαις, möchtest du es treffen, wahr reden, Suppl. 584; – antreffen, finden, c. acc., ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῶ Eur. Hec. 798, εἰ μὴ κυρήσεις πολεμίους φεύγοντας Rhes. 113. – Aus Vrbdgn, wie [[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] [[πόλεμος]] ἐκ θεῶν κυρεῖ, Aesch. Spt. 23, er wird glücklich zu Theil, läuft glücklich ab, entsteht bei den Tragg. die einfache Bdtg »sich befinden«, »<b class="b2">sein</b>«, οὕνεκ' ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς, daß du außer Schuld bist, Aesch. Prom. 330, κακῶν μὲν [[ὅστις]] [[ἔμπειρος]] κυρεῖ Pers. 590; ἐνθάδ' [[ἤδη]] τοῦ πάθους κυρῶ Soph. Phil. 887; φονέα σέ φημι τἀνδρός, οὗ ζητεῖς, κυρεῖν O. R. 362; ποῦ μοι γῆς κυρεῖ τῆς Τρῳάδος Ai. 963; [[τίς]] ἐν πύλαισι δωμάτων κυρεῖ Eur. Phoen. 1074; bes. wie das prosaische [[τυγχάνω]], dem es bei den Tragg. entspricht, mit Participien, mit dem Nebenbegriff des Absichtslosen oder Zufälligen, σεσωσμένος κυρεῖ Aesch. Pers. 495; Ag. 1174; ποῦ ποτ' ὢν κυρεῖς; Soph. Phil. 794; εἰρηκὼς κυρεῖς, es trifft sich, daß du gesagt hast, di. hast gerade gesagt, O. C 578; μέν' ὡς κυρεῖς ἔχων, wie du gerade bist, Ai. 87, u. sonst oft, wie bei Eur.; auch umgekehrt, πλησίον γὰρ ἦν κυρῶν Soph. Phil. 871, vgl. 731. – Bei Pol. 12, 15, 9, τὰ πρὸς τὴν διαβολὴν κυροῦντα, = was sich darauf bezieht. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῠρέω''': Αἰσχύλ. Πρ. 330, Σοφ. Τρ. 386˙ παρατ. ἐκύρουν ῠ Σοφ. Ἠλ. 1331˙ μέλλ. κῠρήσω Ἡρόδ. 1. 112, Τραγ.˙ ἀόρ. ἐκύρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6, Ἡρόδ., Εὐρ.˙ πρκμ. κεκύρηκα Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Β˙ ― [[ὡσαύτως]] [[κύρω]] ῡ Παρμεν. 108, Εὐρ. Ἱππ. 744, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.˙ παρατ. ἔκῡρον Σοφ. Ο. Κ. 1159, Ἱππ. κῦρον Ἰλ. Ψ. 281, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ μέλλ. κύρσω Σοφ. Ο. Κ. 225 (Λυρ.)˙ ἀόρ. ἔκυρσα, μετοχ. κύρσας Ἰλ. Γ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 426, Ἔργ. κ. Ἡμ. 689, Τραγ.˙ ― Μέσ. κύρομαι ῡ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Ω. 530. Ποιητικὸν [[ῥῆμα]], τοῦ ὁποίου οἱ δύο τύποι [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν [[ἑκάστοτε]] ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, καὶ χρόνοι τινὲς ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις. Ι. συντασσόμενον [[μετὰ]] πτωτικοῦ, [[συντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἐπιτυγχάνω]]˙ 1) [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ κατὰ τύχην, [[περιπίπτω]], πήματι κύρσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 689˙ [[λέων]] ὣς σώματι κύρσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426˙ ἅρματι κύρσας, προσκρούσας εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 428˙ μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῦρον, φθάνον [[μέχρι]]..., Καλλ. εἰς Δήμ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263., Δ. 945, Ἀνθ. Π. 9, 710˙ [[οὕτως]], ἐν πείρασι κ. Παρμεν. 108. β) ἐπὶ πραγμάτων, κυρῶ τινι, «τυχαίνω» ἢ δίδομαι, παραχωροῦμαι εἴς τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1290, πρβλ. Τρ. 291, Εὐρ. Ἑκ. 215. ― Περὶ τῶν χωρίων ἐν Ἰλ. Γ. 23, Ψ. 821, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, ἴδε ἐν λέξ. ἐπικυρέω˙ περὶ δὲ τοῦ ἐν Σοφ. Αἴ. 314, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐγκυρέω]]. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ὡς τὸ [[τυγχάνω]], ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ ― [[φθάνω]] εἰς ἢ [[μέχρι]]..., μελάθρου κῦρε κάρη Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ συναντῶ, [[εὑρίσκω]], αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6˙ πικροῦ δ’ ἔκυρσας... μνηστῆρος Αἰσχύλ. Πρ. 739˙ Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1011˙ αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι, [[εἴθε]] νὰ ἠδυνάμην νὰ φθάσω..., Σοφ. Ο. Κ. 1083. β) ἀξιοῦμαί τινος, κτῶμαί τι, [[τυγχάνω]], Λατ. potiri, τέκνων κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 31˙ καθαρσίου [[αὐτόθι]] 53˙ βασιληίης ταφῆς [[αὐτόθι]] 112˙ δίκης 9. 116˙ ἀτιμίης 7. 158˙ κυρήσει νοστίμου σωτηρίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 797˙ στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας [[αὐτόθι]] 910˙ κυροῦντα τῶν ἐπαξίων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 70˙ βίου λώονος κυρῆσαι Σοφ. Ο. Τ. 1514˙ δυσπότμων γάμων κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 870˙ μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Εὐρ. Μήδ. 1363, πρβλ. Ἴων 1105˙ ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 23, πρβλ. Ἱκέτ. 1170. 3) σπανιώτερον μετ. αἰτ., [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. potiri, [[φθάνω]], [[εὑρίσκω]], τί νῦν... κυρῶ; Αἰσχύλ. Χο. 214˙ βίον εὖ κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 699˙ ἐπ’ ἀκταῖς νιν κυρῶ Εὐρ. Ἑκ. 698˙ τέρμονα κύρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 746, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 34. β) [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, κυρούντων τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 714. ΙΙ. [[ἄνευ]] πτωτικοῦ, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], τί ποτ’ [[αὐτίκα]] κύρσει; Σοφ. Ο. Κ. 225˙ [[καλῶς]], εὖ κυρεῖ, [[καλῶς]] ἀποβαίνει, Αἰσχύλ. Θήβ. 23, Σοφ. Ἠλ. 799˙ καὶ ἐπὶ προσώπου, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ’ [[ὅπως]], πῶς εὑρίσκεται, πῶς «τὰ περνᾷ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1371˙ [[ὡσαύτως]], ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων κακὰ κυρεῖ, ἕπονται, ἀκολουθοῦσι, Εὐρ. Ἑκ. 689˙ ἄλλα δ’ ἐξ ἄλλων κ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 865. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀληθοῦς, γνώμῃ κυρήσας, δι’ εὐφυΐας, Σοφ. Ο. Τ. 398˙ ― [[μετὰ]] μετοχῆς, τόδ’ ἂν λέγων κυρήσαις, ἐὰν λέγῃς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 589˙ ἐπεικάζων κυρῶ; Σοφ. Ἠλ. 663. 3) ὡς βοηθητ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀποβαίνω]], συμβαίνει νὰ εἶμαι..., σεσωσμένος κυρεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 503, πρβλ. Ἀγ. 1201˙ ζῶν κυρεῖ Σοφ. Φιλ. 805˙ θύων ἔκυρον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1159˙ ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ Εὐρ. Ἄλκ. 954˙ καὶ παραλειπομένης τῆς μετοχ., εἰ κυρεῖ τις [[πέλας]] (ὑπον. ὢν) Αἰσχύλ. Ἱκετ. 57˙ [[ὥστε]] (ὡς τὸ [[τυγχάνω]]) [[ἐνίοτε]] κατέχει τὸν τύπον τοῦ συνδετικοῦ, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 330, πρβλ. Θήβ. 23, Πέρσ. 598˙ ποῦ γῆς κυρεῖ ὤν; Σοφ. Αἴ. 984˙ φονέα σε... κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 362˙ ἐν κακῷ τῷ φαίνει κυρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 741, πρβλ. Αἴ. 314˙ ἐν πύλαισι... κυρεῖ Εὐρ. Φοίν. 1067˙ [[ἔνθα]] πημάτων κυρῶ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 680. 4) κυρεῖν [[πρός]]..., ἀναφέρομαι εἴς τι, οὔτ’ [[εἶπον]] οὐδὲν [[πρός]] σε κῦρον Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἡσυχ.˙ τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Πολύβ. 12. 15. 9. | |||
}} | }} |