3,277,218
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠρέω''': Αἰσχύλ. Πρ. 330, Σοφ. Τρ. 386˙ παρατ. ἐκύρουν ῠ Σοφ. Ἠλ. 1331˙ μέλλ. κῠρήσω Ἡρόδ. 1. 112, Τραγ.˙ ἀόρ. ἐκύρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6, Ἡρόδ., Εὐρ.˙ πρκμ. κεκύρηκα Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Β˙ ― [[ὡσαύτως]] [[κύρω]] ῡ Παρμεν. 108, Εὐρ. Ἱππ. 744, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.˙ παρατ. ἔκῡρον Σοφ. Ο. Κ. 1159, Ἱππ. κῦρον Ἰλ. Ψ. 281, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ μέλλ. κύρσω Σοφ. Ο. Κ. 225 (Λυρ.)˙ ἀόρ. ἔκυρσα, μετοχ. κύρσας Ἰλ. Γ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 426, Ἔργ. κ. Ἡμ. 689, Τραγ.˙ ― Μέσ. κύρομαι ῡ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Ω. 530. Ποιητικὸν [[ῥῆμα]], τοῦ ὁποίου οἱ δύο τύποι [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν [[ἑκάστοτε]] ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, καὶ χρόνοι τινὲς ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις. Ι. συντασσόμενον [[μετὰ]] πτωτικοῦ, [[συντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἐπιτυγχάνω]]˙ 1) [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ κατὰ τύχην, [[περιπίπτω]], πήματι κύρσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 689˙ [[λέων]] ὣς σώματι κύρσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426˙ ἅρματι κύρσας, προσκρούσας εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 428˙ μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῦρον, φθάνον [[μέχρι]]..., Καλλ. εἰς Δήμ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263., Δ. 945, Ἀνθ. Π. 9, 710˙ [[οὕτως]], ἐν πείρασι κ. Παρμεν. 108. β) ἐπὶ πραγμάτων, κυρῶ τινι, «τυχαίνω» ἢ δίδομαι, παραχωροῦμαι εἴς τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1290, πρβλ. Τρ. 291, Εὐρ. Ἑκ. 215. ― Περὶ τῶν χωρίων ἐν Ἰλ. Γ. 23, Ψ. 821, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, ἴδε ἐν λέξ. ἐπικυρέω˙ περὶ δὲ τοῦ ἐν Σοφ. Αἴ. 314, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐγκυρέω]]. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ὡς τὸ [[τυγχάνω]], ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ ― [[φθάνω]] εἰς ἢ [[μέχρι]]..., μελάθρου κῦρε κάρη Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ συναντῶ, [[εὑρίσκω]], αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6˙ πικροῦ δ’ ἔκυρσας... μνηστῆρος Αἰσχύλ. Πρ. 739˙ Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1011˙ αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι, [[εἴθε]] νὰ ἠδυνάμην νὰ φθάσω..., Σοφ. Ο. Κ. 1083. β) ἀξιοῦμαί τινος, κτῶμαί τι, [[τυγχάνω]], Λατ. potiri, τέκνων κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 31˙ καθαρσίου [[αὐτόθι]] 53˙ βασιληίης ταφῆς [[αὐτόθι]] 112˙ δίκης 9. 116˙ ἀτιμίης 7. 158˙ κυρήσει νοστίμου σωτηρίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 797˙ στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας [[αὐτόθι]] 910˙ κυροῦντα τῶν ἐπαξίων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 70˙ βίου λώονος κυρῆσαι Σοφ. Ο. Τ. 1514˙ δυσπότμων γάμων κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 870˙ μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Εὐρ. Μήδ. 1363, πρβλ. Ἴων 1105˙ ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 23, πρβλ. Ἱκέτ. 1170. 3) σπανιώτερον μετ. αἰτ., [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. potiri, [[φθάνω]], [[εὑρίσκω]], τί νῦν... κυρῶ; Αἰσχύλ. Χο. 214˙ βίον εὖ κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 699˙ ἐπ’ ἀκταῖς νιν κυρῶ Εὐρ. Ἑκ. 698˙ τέρμονα κύρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 746, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 34. β) [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, κυρούντων τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 714. ΙΙ. [[ἄνευ]] πτωτικοῦ, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], τί ποτ’ [[αὐτίκα]] κύρσει; Σοφ. Ο. Κ. 225˙ [[καλῶς]], εὖ κυρεῖ, [[καλῶς]] ἀποβαίνει, Αἰσχύλ. Θήβ. 23, Σοφ. Ἠλ. 799˙ καὶ ἐπὶ προσώπου, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ’ [[ὅπως]], πῶς εὑρίσκεται, πῶς «τὰ περνᾷ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1371˙ [[ὡσαύτως]], ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων κακὰ κυρεῖ, ἕπονται, ἀκολουθοῦσι, Εὐρ. Ἑκ. 689˙ ἄλλα δ’ ἐξ ἄλλων κ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 865. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀληθοῦς, γνώμῃ κυρήσας, δι’ εὐφυΐας, Σοφ. Ο. Τ. 398˙ ― [[μετὰ]] μετοχῆς, τόδ’ ἂν λέγων κυρήσαις, ἐὰν λέγῃς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 589˙ ἐπεικάζων κυρῶ; Σοφ. Ἠλ. 663. 3) ὡς βοηθητ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀποβαίνω]], συμβαίνει νὰ εἶμαι..., σεσωσμένος κυρεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 503, πρβλ. Ἀγ. 1201˙ ζῶν κυρεῖ Σοφ. Φιλ. 805˙ θύων ἔκυρον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1159˙ ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ Εὐρ. Ἄλκ. 954˙ καὶ παραλειπομένης τῆς μετοχ., εἰ κυρεῖ τις [[πέλας]] (ὑπον. ὢν) Αἰσχύλ. Ἱκετ. 57˙ [[ὥστε]] (ὡς τὸ [[τυγχάνω]]) [[ἐνίοτε]] κατέχει τὸν τύπον τοῦ συνδετικοῦ, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 330, πρβλ. Θήβ. 23, Πέρσ. 598˙ ποῦ γῆς κυρεῖ ὤν; Σοφ. Αἴ. 984˙ φονέα σε... κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 362˙ ἐν κακῷ τῷ φαίνει κυρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 741, πρβλ. Αἴ. 314˙ ἐν πύλαισι... κυρεῖ Εὐρ. Φοίν. 1067˙ [[ἔνθα]] πημάτων κυρῶ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 680. 4) κυρεῖν [[πρός]]..., ἀναφέρομαι εἴς τι, οὔτ’ [[εἶπον]] οὐδὲν [[πρός]] σε κῦρον Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἡσυχ.˙ τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Πολύβ. 12. 15. 9. | |lstext='''κῠρέω''': Αἰσχύλ. Πρ. 330, Σοφ. Τρ. 386˙ παρατ. ἐκύρουν ῠ Σοφ. Ἠλ. 1331˙ μέλλ. κῠρήσω Ἡρόδ. 1. 112, Τραγ.˙ ἀόρ. ἐκύρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6, Ἡρόδ., Εὐρ.˙ πρκμ. κεκύρηκα Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Β˙ ― [[ὡσαύτως]] [[κύρω]] ῡ Παρμεν. 108, Εὐρ. Ἱππ. 744, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.˙ παρατ. ἔκῡρον Σοφ. Ο. Κ. 1159, Ἱππ. κῦρον Ἰλ. Ψ. 281, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ μέλλ. κύρσω Σοφ. Ο. Κ. 225 (Λυρ.)˙ ἀόρ. ἔκυρσα, μετοχ. κύρσας Ἰλ. Γ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 426, Ἔργ. κ. Ἡμ. 689, Τραγ.˙ ― Μέσ. κύρομαι ῡ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Ω. 530. Ποιητικὸν [[ῥῆμα]], τοῦ ὁποίου οἱ δύο τύποι [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν [[ἑκάστοτε]] ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, καὶ χρόνοι τινὲς ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις. Ι. συντασσόμενον [[μετὰ]] πτωτικοῦ, [[συντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἐπιτυγχάνω]]˙ 1) [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ κατὰ τύχην, [[περιπίπτω]], πήματι κύρσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 689˙ [[λέων]] ὣς σώματι κύρσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426˙ ἅρματι κύρσας, προσκρούσας εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 428˙ μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῦρον, φθάνον [[μέχρι]]..., Καλλ. εἰς Δήμ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263., Δ. 945, Ἀνθ. Π. 9, 710˙ [[οὕτως]], ἐν πείρασι κ. Παρμεν. 108. β) ἐπὶ πραγμάτων, κυρῶ τινι, «τυχαίνω» ἢ δίδομαι, παραχωροῦμαι εἴς τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1290, πρβλ. Τρ. 291, Εὐρ. Ἑκ. 215. ― Περὶ τῶν χωρίων ἐν Ἰλ. Γ. 23, Ψ. 821, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, ἴδε ἐν λέξ. ἐπικυρέω˙ περὶ δὲ τοῦ ἐν Σοφ. Αἴ. 314, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐγκυρέω]]. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ὡς τὸ [[τυγχάνω]], ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ ― [[φθάνω]] εἰς ἢ [[μέχρι]]..., μελάθρου κῦρε κάρη Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ συναντῶ, [[εὑρίσκω]], αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6˙ πικροῦ δ’ ἔκυρσας... μνηστῆρος Αἰσχύλ. Πρ. 739˙ Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1011˙ αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι, [[εἴθε]] νὰ ἠδυνάμην νὰ φθάσω..., Σοφ. Ο. Κ. 1083. β) ἀξιοῦμαί τινος, κτῶμαί τι, [[τυγχάνω]], Λατ. potiri, τέκνων κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 31˙ καθαρσίου [[αὐτόθι]] 53˙ βασιληίης ταφῆς [[αὐτόθι]] 112˙ δίκης 9. 116˙ ἀτιμίης 7. 158˙ κυρήσει νοστίμου σωτηρίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 797˙ στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας [[αὐτόθι]] 910˙ κυροῦντα τῶν ἐπαξίων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 70˙ βίου λώονος κυρῆσαι Σοφ. Ο. Τ. 1514˙ δυσπότμων γάμων κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 870˙ μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Εὐρ. Μήδ. 1363, πρβλ. Ἴων 1105˙ ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 23, πρβλ. Ἱκέτ. 1170. 3) σπανιώτερον μετ. αἰτ., [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. potiri, [[φθάνω]], [[εὑρίσκω]], τί νῦν... κυρῶ; Αἰσχύλ. Χο. 214˙ βίον εὖ κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 699˙ ἐπ’ ἀκταῖς νιν κυρῶ Εὐρ. Ἑκ. 698˙ τέρμονα κύρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 746, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 34. β) [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, κυρούντων τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 714. ΙΙ. [[ἄνευ]] πτωτικοῦ, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], τί ποτ’ [[αὐτίκα]] κύρσει; Σοφ. Ο. Κ. 225˙ [[καλῶς]], εὖ κυρεῖ, [[καλῶς]] ἀποβαίνει, Αἰσχύλ. Θήβ. 23, Σοφ. Ἠλ. 799˙ καὶ ἐπὶ προσώπου, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ’ [[ὅπως]], πῶς εὑρίσκεται, πῶς «τὰ περνᾷ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1371˙ [[ὡσαύτως]], ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων κακὰ κυρεῖ, ἕπονται, ἀκολουθοῦσι, Εὐρ. Ἑκ. 689˙ ἄλλα δ’ ἐξ ἄλλων κ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 865. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀληθοῦς, γνώμῃ κυρήσας, δι’ εὐφυΐας, Σοφ. Ο. Τ. 398˙ ― [[μετὰ]] μετοχῆς, τόδ’ ἂν λέγων κυρήσαις, ἐὰν λέγῃς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 589˙ ἐπεικάζων κυρῶ; Σοφ. Ἠλ. 663. 3) ὡς βοηθητ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀποβαίνω]], συμβαίνει νὰ εἶμαι..., σεσωσμένος κυρεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 503, πρβλ. Ἀγ. 1201˙ ζῶν κυρεῖ Σοφ. Φιλ. 805˙ θύων ἔκυρον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1159˙ ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ Εὐρ. Ἄλκ. 954˙ καὶ παραλειπομένης τῆς μετοχ., εἰ κυρεῖ τις [[πέλας]] (ὑπον. ὢν) Αἰσχύλ. Ἱκετ. 57˙ [[ὥστε]] (ὡς τὸ [[τυγχάνω]]) [[ἐνίοτε]] κατέχει τὸν τύπον τοῦ συνδετικοῦ, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 330, πρβλ. Θήβ. 23, Πέρσ. 598˙ ποῦ γῆς κυρεῖ ὤν; Σοφ. Αἴ. 984˙ φονέα σε... κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 362˙ ἐν κακῷ τῷ φαίνει κυρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 741, πρβλ. Αἴ. 314˙ ἐν πύλαισι... κυρεῖ Εὐρ. Φοίν. 1067˙ [[ἔνθα]] πημάτων κυρῶ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 680. 4) κυρεῖν [[πρός]]..., ἀναφέρομαι εἴς τι, οὔτ’ [[εἶπον]] οὐδὲν [[πρός]] σε κῦρον Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἡσυχ.˙ τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Πολύβ. 12. 15. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κυρήσω, <i>ao.</i> ἐκύρησα, <i>pf.</i> κεκύρηκα;<br /><b>I.</b> <i>avec un rég.</i><br /><b>1</b> rencontrer, trouver, dat. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> atteindre, obtenir, avoir en partage, gén. : τέκνων κυρῆσαι HDT avoir des enfants ; κ. [[τῶν]] ἐπαξίων ESCHL recevoir le traitement qu’on mérite;<br /><b>II.</b> <i>abs.</i> <b>1</b> atteindre le but ; <i>en parl. de l’intelligence</i> tomber juste, être dans le vrai, avoir raison ; γνώμῃ κυρήσας SOPH ayant compris par l’intelligence ; δάμαρτα ἐπεικάζων [[κυρῶ]] ; SOPH est-ce son époux que je vois, comme je le pense ? [[καλῶς]] κυρεῖ ESCHL, [[εὖ]] κυρεῖ SOPH cela se trouve bien, arrive heureusement ; ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων κακὰ κυρεῖ EUR les malheurs naissent les uns des autres;<br /><b>2</b> <i>comme</i> [[τυγχάνω]] <i>avec la valeur d’un auxiliaire</i> : [[ζῶν]] κυρεῖ SOPH il se trouve vivant, <i>càd</i> il vit ; [[εἰ]] κυρεῖ [[τις]] [[πέλας]] ESCHL si qqn se trouve auprès ; [[ποῦ]] γῆς κυρεῖ ; SOPH en quel lieu de la terre se trouve-t-il ? ; [[καλῶς]] [[κυρέω]] = [[καλῶς]] [[ἔχω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[κύρω]]. | |||
}} | }} |