3,273,762
edits
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1406.png Seite 1406]] ἡ, auch ὤα geschrieben, von ὄϊς, – 1) ein Schaaffell mit der Wolle, ein Schaafpelz; Pherecrat. u. Theopomp. com. bei Poll. 10, 181, der erkl. τὸ [[δέρμα]], ᾡ ὑποζώννυνται αἱ γυναῖκες λουόμεναι ἢ οἱ λούοντες αὐτάς, ᾤαν λουτρίδα [[ἔξεστι]] καλεῖν. Auch ein Soldatenpelz, Hermipp. ibid. – 2) der obere, auch der untere Rand eines Kleides, der Saum, wahrscheinlich weil er ursprünglich gew. einen Vorstoß von Schaaffell hatte, [[ὄφρα]] κεν ᾤην δεύοι ἐφελκομένην ἁλὸς [[ὕδωρ]] Mosch. 2, 123, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1406.png Seite 1406]] ἡ, auch ὤα geschrieben, von ὄϊς, – 1) ein Schaaffell mit der Wolle, ein Schaafpelz; Pherecrat. u. Theopomp. com. bei Poll. 10, 181, der erkl. τὸ [[δέρμα]], ᾡ ὑποζώννυνται αἱ γυναῖκες λουόμεναι ἢ οἱ λούοντες αὐτάς, ᾤαν λουτρίδα [[ἔξεστι]] καλεῖν. Auch ein Soldatenpelz, Hermipp. ibid. – 2) der obere, auch der untere Rand eines Kleides, der Saum, wahrscheinlich weil er ursprünglich gew. einen Vorstoß von Schaaffell hatte, [[ὄφρα]] κεν ᾤην δεύοι ἐφελκομένην ἁλὸς [[ὕδωρ]] Mosch. 2, 123, l. d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ᾤα''': ἀσυναίρ. ὠία (ἴδε κατωτ.), ἡ, (ὄϊς) δορὰ προβάτου [[μετὰ]] τῶν ἐρίων, = [[μηλωτή]], · νικᾷ δ’ ᾤα λιθίνην μάκτραν Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 4, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 181, Ἡσύχ., κ. ἀλλ. 2) [[περίβλημα]] ἢ περίζωμά τι, [[ὅπερ]] ὑπεζωννύοντο οἱ λουόμενοι, ὡς τὸ νῦν Τουρκ. «πεστιμάλι», περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παισὶ· 2· ᾤαν λούμενος ([[οὕτως]] ὁ Bonll. ἀντὶ λουμένῳ) προζώννυται Φερεκράτης ἐν «Ἰπνῷ» 7· [[ὡσαύτως]] δέ, φαίνεται, καὶ κατά τινας ἱερὰς τελετάς, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 6. ΙΙ. = ὄα, (Β) Ι, [[παρυφή]], [[λῶμα]] ἱματίου, «οὔγια», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΛΒ΄, 2)· παρ’ Εὐστ. μνημονεύεται χρυσῆ ᾦα (διὰ τοῦ ῳ) τοῦ Ὀδυσσέως, 1828. 53, πρβλ. [[λῶμα]]. 2) [[καθόλου]], [[ἄκρα]], ἐς τὴν [[ἐπάνω]] ὠίαν τὰς πέτρας Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 126· τοῦ ἄντρου Λόγγος 1. 4. ― Οἱ Γραμμ. [[μεγάλως]] διαφέρουσιν ἐν τῇ γραφῇ τῆς λέξεως ταύτης: ὄα [[Πολυδ]]. Ζ’, 13, Ἀρκάδ. 100· ὄα καὶ ᾤα Ἡσύχ.· ᾤα Θεογνώστου Κανόν. 106 ᾦα Εὐστάθ. (ἴδε ἀνωτ.)· ― ὁ Εὐστ. νομίζει ὅτι [[εἶναι]] συνῃρημ. ἐκ τοῦ οἰέη, ἢ ὀΐα, 877. 33., 4828. 51. | |||
}} | }} |