Anonymous

τλητός: Difference between revisions

From LSJ
1,071 bytes added ,  5 August 2017
6_10
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. [[ὑπομενητικός]]. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι [[τοὔργον]] τλητόν, Soph. Ai. 461.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. [[ὑπομενητικός]]. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι [[τοὔργον]] τλητόν, Soph. Ai. 461.
}}
{{ls
|lstext='''τλητός''': -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *[[τλάω]] (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν [[εἶναι]] ὑποφερτόν, [[εἶναι]] ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι [[τοὖργον]] τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.
}}
}}