3,273,446
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τλητός''': -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *[[τλάω]] (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν [[εἶναι]] ὑποφερτόν, [[εἶναι]] ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι [[τοὖργον]] τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454. | |lstext='''τλητός''': -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *[[τλάω]] (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν [[εἶναι]] ὑποφερτόν, [[εἶναι]] ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι [[τοὖργον]] τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> patient, courageux;<br /><b>2</b> qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut supporter, tolérable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τλάω]]. | |||
}} | }} |