Anonymous

κατερύω: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐρύω]]), herunter-, herabziehen, z. B. Schiffe vom Lande ins Meer, εἰς ἅλα Od. 5, 261; pass., νῆα κατειρύσθαι 14, 332, sp. D.; – ion. [[κατειρύω]], Her. 8, 96; s. auch Orph. Arg. 242 Nic. Ther. 552.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐρύω]]), herunter-, herabziehen, z. B. Schiffe vom Lande ins Meer, εἰς ἅλα Od. 5, 261; pass., νῆα κατειρύσθαι 14, 332, sp. D.; – ion. [[κατειρύω]], Her. 8, 96; s. auch Orph. Arg. 242 Nic. Ther. 552.
}}
{{ls
|lstext='''κατερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, [[καθέλκω]], καθελκύω˙- [[σύρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]] ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151˙ νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.˙ οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96˙- [[ὡσαύτως]], κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552˙ κ. τόξα, [[ἕλκω]], [[ἐντείνω]] [[τόξον]], Ἀνθ. Π. 9. 16˙- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα [[λαῖφος]] ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931.
}}
}}