Anonymous

ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(a)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] adj. zum vorigen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] adj. zum vorigen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμετάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις [[ὀπίσω]], = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.
}}
}}