Anonymous

ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις [[ὀπίσω]], = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.
|lstext='''ἀμετάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις [[ὀπίσω]], = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne se retourne pas, fixe, constant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μεταστρέφω]].
}}
}}