Anonymous

ξυνήων: Difference between revisions

From LSJ
1,129 bytes added ,  5 August 2017
6_19
(13_4)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ονος, ὁ, = [[κοινωνός]], der Etwas mit Anderen gemeinschaftlich hat, Theilnehmer, Genoß; κακῶν, ἀργαλέων ἔργων, Hes. Th. 595. 601; einzeln bei sp. D., wie Christod. ecphr. 207. Vgl. [[ξυνάν]] u. [[ξυνάων]], die dorischen Formen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ονος, ὁ, = [[κοινωνός]], der Etwas mit Anderen gemeinschaftlich hat, Theilnehmer, Genoß; κακῶν, ἀργαλέων ἔργων, Hes. Th. 595. 601; einzeln bei sp. D., wie Christod. ecphr. 207. Vgl. [[ξυνάν]] u. [[ξυνάων]], die dorischen Formen.
}}
{{ls
|lstext='''ξῡνήων''': -ονος, ὁ· Δωρ. ξυνάων [ᾱ], [[ξυνάν]]· Ἰων. [[ξυνέων]], Ἀττ. [[ξυνών]], παρ’ Ἡσυχ. ξυνήν· ([[ξυνός]])· ― ὁ κατέχων τι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, [[σύντροφος]], [[μέτοχος]], ὡς τὸ κοινὼν ἀντὶ [[κοινωνός]], [[μετὰ]] γεν., κακῶν ἔργων Ἡσ. Θεογ. 595, 601· ξυνάονες ἑλκέων, δηλ. πάσχοντες ἐξ ἑλκῶν, Πινδ. Π. 3. 84· ― ἀπολ., [[ξυνάν]], φίλος (πρβλ. [[μεγιστᾶνες]], νεᾶνες), ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 50· ξυνὼν Σοφ. Ἀποσπ. 916. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ἅλα ξυνέωνα, τὸ ἐπὶ τῆς κοινῆς τραπέζης [[ἅλας]], [[σύμβολον]] τῆς ξενίας, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 15 [[[ἔνθα]] ξῡνέωνα [[εἶναι]] τρισύλλ., ἢ [[γραπτέον]] ξῡνῶνα], Valck. Adon. 229A. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 219.
}}
}}