Anonymous

ὑποδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_7_3)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1214.png Seite 1214]] (s. [[δέχομαι]]), in ion. Prosa [[ὑποδέκομαι]], 1) <b class="b2">aufnehmen</b>; bes. gastlich aufnehmen, empfangen; ὁ δέ με [[πρόφρων]] [[ὑπέδεκτο]] Il. 9, 480, u. öfter; ὑπέδεξο Od. 14, 54; τὸν δ' οὐχ ὑποδέξομαι Il. 18, 59; auch πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ, Od. 16, 70; [[Θέτις]] δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ δειδιότα Il. 6, 136; [[ὑπέδεκτο]] μάντιν Pind. N. 10, 8; ξεῖνον P. 9, 9; Hes. Th. 513; ὑπόδεχθε Callim. 4 (XII, 29); οἰκίοισι (σέ) ὑποδεξάμενος ἔχω Her. 1, 41, vgl. 44; u. Sp., wie Pol. 22, 26, 7. – Auch einen Gesandten od. Schutzsuchenden annehmen, Isocr. 4, 63 Thuc. 5, 83; auch ἱκέτας ὑποδεχθείς, = ὑποδεξάμενος, Eur. Heracl. 757; ὃν ἀγοραῖς καὶ λιμέσι ὑποδέχεσθαι χρὴ τοὺς ἄρχοντας Plat. Legg. XII, 952 c; πολίτας καὶ ξένους ὑποδέξασθαι Men. 91 a, u. öfter; – Gehör geben, εὐχάς, die Gebete erhören, Hes. Th. 419; auch τὰς κατὰ τούτων διαβολάς, Lys. 25, 11; – den Feind in der Stadt aufnehmen, Dem. 1, 5; einen Verbannten, 50, 49. – Uebertr., [[πῆμα]] ὑπέδεκτό με, Leid nahm mich auf, Od. 14, 275; στυγερὸς [[κοῖτος]] ὑπεδέξατό τινα 22, 470; ὑποδέξασθε δ' ὀπαδοὶ [[μέλος]] Aesch. Suppl. 1001, das Lied nehmet auf, um es fortzusetzen; ὡς [[ἀκλεής]] νιν [[δόξα]] πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται Eur. Heracl. 624. – 2) <b class="b2">übernehmen</b>, versprechen; δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il. 7, 93; ὁ δέ οἱ [[πρόφρων]] [[ὑπέδεκτο]] Od. 2, 387; so oft Her., μεγάλα ὑποδεκόμε νον ἐλθόντι 2, 121, 6, πάντα τὰ ὑπεδέξατο τῷ πατρί 3, 69, [[Δαρεῖος]] ὑποδεξάμενος ἐπετέλεε 3, 138; mit folgdm inf. fut., H. h. Cer. 443. 460; ὑπεδέκετο [[ταῦτα]] ποιήσειν Her. 8, 102, u. öfter; auch ὑμῖν ἐγὼ [[ὑποδέκομαι]] οὐ συμμίξειν τοὺς πολεμίους, 6, 11; auch [[πεντήκοντα]] τάλαντα ὑποδέδεκτο, sc. δώσειν αὐτῷ, 5, 51; ein Werk, eine Arbeit unternehmen, 9, 21. 22; selten c. inf. praes., ὃς ὑπεδέχετο τοῖς ἀκοντίζουσι τὰ ἀκόντια ἀναιρεῖσθαι, Antiph. 3 γ 6; ὥςπερ ὑπεδέξω, wie du dich anheischig gemacht hast, Plat. Εryx. 396 e. – Dah. auch auf sich nehmen, <b class="b2">ertragen</b>, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Od. 13, 310. 16, 189. – 3) <b class="b2">annehmen</b>, genehmigen, billigen, bejahen; ἐπυνθάνετο, [[τίς]] εἴη ὁ Ἀρκεσίλεων ἀποκτείνας, οἱ δὲ Βαρκαῖοι αὐτοὶ ὑποδεκέατο Her. 4, 167, sie nahmen es auf sich, gestanden, daß sie es gewesen seien; εἰρώτα τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο· ὁ δ' οὐκ ὑπεδέκετο 3, 130, was 6, 69 dem ἀρνεῖσθαι entspricht; ἀσμένως τοὺς λόγους 8, 106, die Bedingungen gern annehmen. – 4) <b class="b2">aufnehmen</b>, den Angriff des Feindes aushalten, Stand halten; Hes. Sc. 442; Her. 6, 104; Thuc. u. Xen. öfter; ähnl. χειμώνων ἐν τόποις ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Plat. Legg. XII, 944 b; Xen. Cyr. 1, 6, 35; auch vom Jäger, das aufgejagte Wild auffangen, 2, 4, 20. – 5) vom Weibe, empfangen, schwanger werden, Xen. Mem. 2, 2, 5. – 6) dem Range nach folgen, Posidon. bei Ath. IV, 152 b; – auch von unmittelbarer Aufeinanderfolge in örtlicher Beziehung, an einander gränzen, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ [[θάλασσα]] ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Her. 7, 176.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1214.png Seite 1214]] (s. [[δέχομαι]]), in ion. Prosa [[ὑποδέκομαι]], 1) <b class="b2">aufnehmen</b>; bes. gastlich aufnehmen, empfangen; ὁ δέ με [[πρόφρων]] [[ὑπέδεκτο]] Il. 9, 480, u. öfter; ὑπέδεξο Od. 14, 54; τὸν δ' οὐχ ὑποδέξομαι Il. 18, 59; auch πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ, Od. 16, 70; [[Θέτις]] δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ δειδιότα Il. 6, 136; [[ὑπέδεκτο]] μάντιν Pind. N. 10, 8; ξεῖνον P. 9, 9; Hes. Th. 513; ὑπόδεχθε Callim. 4 (XII, 29); οἰκίοισι (σέ) ὑποδεξάμενος ἔχω Her. 1, 41, vgl. 44; u. Sp., wie Pol. 22, 26, 7. – Auch einen Gesandten od. Schutzsuchenden annehmen, Isocr. 4, 63 Thuc. 5, 83; auch ἱκέτας ὑποδεχθείς, = ὑποδεξάμενος, Eur. Heracl. 757; ὃν ἀγοραῖς καὶ λιμέσι ὑποδέχεσθαι χρὴ τοὺς ἄρχοντας Plat. Legg. XII, 952 c; πολίτας καὶ ξένους ὑποδέξασθαι Men. 91 a, u. öfter; – Gehör geben, εὐχάς, die Gebete erhören, Hes. Th. 419; auch τὰς κατὰ τούτων διαβολάς, Lys. 25, 11; – den Feind in der Stadt aufnehmen, Dem. 1, 5; einen Verbannten, 50, 49. – Uebertr., [[πῆμα]] ὑπέδεκτό με, Leid nahm mich auf, Od. 14, 275; στυγερὸς [[κοῖτος]] ὑπεδέξατό τινα 22, 470; ὑποδέξασθε δ' ὀπαδοὶ [[μέλος]] Aesch. Suppl. 1001, das Lied nehmet auf, um es fortzusetzen; ὡς [[ἀκλεής]] νιν [[δόξα]] πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται Eur. Heracl. 624. – 2) <b class="b2">übernehmen</b>, versprechen; δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il. 7, 93; ὁ δέ οἱ [[πρόφρων]] [[ὑπέδεκτο]] Od. 2, 387; so oft Her., μεγάλα ὑποδεκόμε νον ἐλθόντι 2, 121, 6, πάντα τὰ ὑπεδέξατο τῷ πατρί 3, 69, [[Δαρεῖος]] ὑποδεξάμενος ἐπετέλεε 3, 138; mit folgdm inf. fut., H. h. Cer. 443. 460; ὑπεδέκετο [[ταῦτα]] ποιήσειν Her. 8, 102, u. öfter; auch ὑμῖν ἐγὼ [[ὑποδέκομαι]] οὐ συμμίξειν τοὺς πολεμίους, 6, 11; auch [[πεντήκοντα]] τάλαντα ὑποδέδεκτο, sc. δώσειν αὐτῷ, 5, 51; ein Werk, eine Arbeit unternehmen, 9, 21. 22; selten c. inf. praes., ὃς ὑπεδέχετο τοῖς ἀκοντίζουσι τὰ ἀκόντια ἀναιρεῖσθαι, Antiph. 3 γ 6; ὥςπερ ὑπεδέξω, wie du dich anheischig gemacht hast, Plat. Εryx. 396 e. – Dah. auch auf sich nehmen, <b class="b2">ertragen</b>, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Od. 13, 310. 16, 189. – 3) <b class="b2">annehmen</b>, genehmigen, billigen, bejahen; ἐπυνθάνετο, [[τίς]] εἴη ὁ Ἀρκεσίλεων ἀποκτείνας, οἱ δὲ Βαρκαῖοι αὐτοὶ ὑποδεκέατο Her. 4, 167, sie nahmen es auf sich, gestanden, daß sie es gewesen seien; εἰρώτα τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο· ὁ δ' οὐκ ὑπεδέκετο 3, 130, was 6, 69 dem ἀρνεῖσθαι entspricht; ἀσμένως τοὺς λόγους 8, 106, die Bedingungen gern annehmen. – 4) <b class="b2">aufnehmen</b>, den Angriff des Feindes aushalten, Stand halten; Hes. Sc. 442; Her. 6, 104; Thuc. u. Xen. öfter; ähnl. χειμώνων ἐν τόποις ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Plat. Legg. XII, 944 b; Xen. Cyr. 1, 6, 35; auch vom Jäger, das aufgejagte Wild auffangen, 2, 4, 20. – 5) vom Weibe, empfangen, schwanger werden, Xen. Mem. 2, 2, 5. – 6) dem Range nach folgen, Posidon. bei Ath. IV, 152 b; – auch von unmittelbarer Aufeinanderfolge in örtlicher Beziehung, an einander gränzen, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ [[θάλασσα]] ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Her. 7, 176.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποδέχομαι''': ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ [[δέκομαι]]· μέλλ. δέξομαι· ἀόρ. -εδεξάμην, σπανίως -εδέχθην, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 757, (ὁ παθ. [[οὗτος]] ἀόρ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ. παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 74, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 323)· γ΄ Ἐπικ. ἀορ. β΄ [[ὑπέδεκτο]], Ὅμ., Ἡσίοδ., Πίνδ.: β΄ πληθ. προστ. ὑπόδεχθε Ἀνθολ.: ἀπαρ. ὑποδέχθαι Ὅμ. Ἰλ. Η. 93, μετοχ. ὑποδέγμενος Ὀδ. Ν. 310, Π. 189· ἀποθ. Δέχομαι [[ὑποκάτω]], (ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν), [[Θέτις]] δ’ ὑπεδέξατο κόλπῳ Ἰλ. Ζ. 136, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 8. 1., 14. 1. 2) ὡς καὶ νῦν, [[δέχομαι]] τινα εἰς τὴν οἰκίαν μου, [[δέχομαι]] καὶ [[ξενίζω]], ὁ δέ με [[πρόφρων]] [[ὑπέδεκτο]] Ἰλ. 480 χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς [[ὅττι]] μιν ὣς [[ὑπέδεκτο]] Ὀδ. Ξ. 52· τὸν δ’ οὐχ ὑποδέξομαι Τ. 257· ξεῖνον... ὑποδέξομαι οἴκῳ Π. 70· Διὸς πλαστὴν [[ὑπέδεκτο]] γυναῖκα Ἡσ. Θεογ. 513· οἰκίοισι ὑπ. τινα Ἡρόδ. 1. 41, 44· [[ὑπέδεκτο]] ξεῖνον ὀχέων, ἐδέξατο τὸν ξένον [καταβάντα] ἐκ τοῦ ἅρματος, Πινδ. Π. 9. 17, πρβλ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 600· θύων Διὶ κτησίῳ κἀκεῖνον ὑποδεχόμενος Ἀντιφῶν 113. 22· ὁ ὑποδεξάμενος, ὁ ξενίσας, Ἰσοκρ. 192Ε· ― [[ὡσαύτως]], ὑπ. ἱκέτας Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 757· φυγάδας Θουκ. 5. 83, κλπ.· τοὺς ἄρχοντας ἀγοραῖς καὶ λιμέσι Πλάτ. Νόμ. 952Ε, ὑπ. φρουράν, [[παραδέχομαι]] τὴν φρουρὰν τῶν πολεμίων, Δημ. 1334. 21, πρβλ. 1343. 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 12· ― ὑπ. γυναῖκά τινι Πλουτ. Περικλ. 32· ― [[ὡσαύτως]], [[πόλις]] ὑπ. τινα, παραδέχεταί τινα ὡς φίλον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21. 3) δίδω ἀκρόασιν ἢ προσοχὴν εἴς τι, [[δέχομαι]], ᾧ [[πρόφρων]] γε θεὰ ὑποδέχεται εὐχὰς Ἡσ. Θεογ. 419· τοὺς λόγους Ἡρόδ. 8. 106· ὑπ. διαβολάς, δίδω ἀκρόασιν εἰς διαβολάς, Λυσί. 172. 11· [[θύος]] ὑπ., [[παραδέχομαι]], Ἀνθ. Παλατ. 8. 33. 4) [[ἀναλαμβάνω]] τὴν φροντίδα τινὸς ὡς τροφὸς [[αὐτοῦ]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 226, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 237C. 5) μεταφορ., ἔτι γάρ νύ με πῆμ’ [[ὑπέδεκτο]], [[θλῖψις]], [[δυστυχία]] ὑπῆρξεν ἡ ξενίσασά με, Ὀδ. Ξ. 275· στυγερὸς δ’ ὑπεδέξατο [[κοῖτος]], μισητὴ καλιὰ ὑπεδέξατο αὐτά, ἐπὶ πτηνῶν ἐν παγίδι συλληφθέντων Χ. 470· [[γαῖα]] [[ὑπέδεκτο]] αὐτόν, δηλ. ὁ [[τάφος]], Πινδ. Ν. 10. 14· [[ἀκλεής]] νιν [[δόξα]] πρὸς ἀνθρώπων ὑποδέξεται, θὰ προσμένῃ αὐτόν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 624. ΙΙ. [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]] [[ἔργον]] τι, ὑπισχνοῦμαι, αἴδεσθεν μὲν [[ἀνήνασθαι]], δεῖσαν δ’ ὑποδέχθαι Ἰλ. Η. 93, Ἡρόδ. 9. 21, 22· ὁ δὲ [[πρόφρων]] [[ὑπέδεκτο]] (ἐξυπ. δώσειν) Ὀδ. Β. 387 [[μετὰ]] μέλλ. ἀπαρ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 443, Ἡρόδ. 3. 69 4. 119, 133., 6. 11, κλπ.· σπανιώτερον μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Ἡρόδ. 1. 24., 6. 2· ἢ ἐνεστ., Ἀντιφῶν 123. 7· ὑπ. τινι ἦν μήν..., [[μετὰ]] μέλλ., Θουκ. 8. 81· ὑπ. μεγάλα τινί, δίδω μεγάλας ὑποσχέσεις εἴς τινα, Ἡρόδ. 2. 121, 6. 2) [[παραδέχομαι]], [[ἐπιτρέπω]] τι τὸ ὁποῖον εἰς ἐμὲ ἐπιβάλλεται, ὁ αὐτ. 4. 167, κλπ.· οὐκ ὑπ., ἀρνοῦμαι νὰ παραδεχθῶ, ἀρνοῦμαι, ὁ αὐτ. 3. 130., 6. 69. ΙΙΙ. [[ὑποκύπτω]], [[ὑποφέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Ὀδ. Ν. 130., Π. 189. IV. [[περιμένω]] τινά, [[ἀναμένω]] τὴν ἐπίθεσίν τινος ἕτοιμος νὰ τὸν ἀντικρούσω, Λατ. excipere, ὁ μέν... ἐπόρουσεν, ὁ δ’ [[ἐμμαπέως]] [[ὑπέδεκτο]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 442· ἐν δυσχωρίαις τοὺς πολεμίους ὑπ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 35 ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θηρευτῶν, [[ἐνεδρεύω]] τὸ [[θήραμα]], [[αὐτόθι]] 2. 4, 20· καὶ μεταφορ., μιν οἱ ἐχθροὶ ὑποδεξάμενοι ἐδίωξαν τυραννίδος Ἡρόδ. 6. 104· ὑποδεξαμένης αὐτοῖς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Πλάτ. Νόμ. 944Β. 2) [[ἀναλαμβάνω]] κατὰ διαδοχήν, ὡς ὁ ἀοιδὸς ἀναδέχεται τὸ ᾆσμα [[ὅταν]] ὁ πρὸ [[αὐτοῦ]] παύσηται ᾄδων, ὑποδέξασθαι δ’ ὀπαδοὶ [[μέλος]]· [[αἶνος]] δὲ πόλιν τάνδε Πελασγῶν ἐχέτω Αἰσχύλ. Ἱκ. 1023. 3) [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. excipere, φιλοξενῶ, ἑστιῶ, ὁ δ’ ὑποδεχόμενος (κάθηται) παρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν κράτιστον) [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 152Β· ― [[οὕτως]] ἐπὶ διαδοχῆς ἐν σχέσει πρὸς τόπον ἢ θέσιν, [[ἔρχομαι]] ἀμέσως μετά τινα ἄλλον, [[διαδέχομαι]], τὸ πρὸς τὴν ἠῶ [[θάλασσα]] ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Ἡρόδ. 7. 176. V. ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], γόνον Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 520.
}}
}}