Anonymous

κατοχή: Difference between revisions

From LSJ
1,334 bytes added ,  5 August 2017
6_9
(13_6a)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = [[κάθεξις]]. Neben [[ἄνειρξις]] im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben [[ἐνθουσιασμός]] Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1405.png Seite 1405]] ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = [[κάθεξις]]. Neben [[ἄνειρξις]] im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben [[ἐνθουσιασμός]] Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen.
}}
{{ls
|lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς [[μετὰ]] πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2.
}}
}}