Anonymous

κατάπονος: Difference between revisions

From LSJ
6_17
(13_2)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
}}
}}