Anonymous

κατάπονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]].
}}
}}