Anonymous

ἐξανθίζω: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_5)
 
(6_23)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξανθίζω''': κοσμῶ, [[στολίζω]], ὡς δι’ ἀνθέων, [[χρωματίζω]] διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, ([[ἔνθα]] κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., [[εἶναι]] ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, [[οἷον]] παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ [[ἄνωθεν]] ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.
}}
}}