Anonymous

εὐλογία: Difference between revisions

From LSJ
6_9
(13_6b)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] ἡ, 11 das <b class="b2">Loben,</b> der <b class="b2">Ruhm</b>, φόρμιγγι [[συνάορος]] Pind. N. 4, 5, öfter; εὐλογίαις νᾶσον σαίνειν I. 5, 19; [[ἄξιος]] εὐλογίας πολλῆς Ar. Pax 738; ὑμνῆσαι δι' εὐλογίας [[θέλω]] Eur. Herc. Für. 356; Thuc. 2, 42 u. sonst in Prosa. – 2) <b class="b2">schöner Ausdruck</b>, schöne Sprache, καὶ [[εὐαρμοστία]] καὶ [[εὐσχημοσύνη]] Plat. Rep. III, 400 d; πολλὴν τὴν εὐλογίαν ἐπιδεικνύμενος, neben εὔ. λεξις, Luc. Lexiph. 1; im plur., schöne Redensarten, Aesop. 229. – 3) das<b class="b2"> Segnen, der Segen</b>, N. T. u. K. S. – 41 bei Cic. Attic. 13, 22 was vernünftiger Weise gesagt werden kann, <b class="b2">Wahrscheinlichkeit</b>.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] ἡ, 11 das <b class="b2">Loben,</b> der <b class="b2">Ruhm</b>, φόρμιγγι [[συνάορος]] Pind. N. 4, 5, öfter; εὐλογίαις νᾶσον σαίνειν I. 5, 19; [[ἄξιος]] εὐλογίας πολλῆς Ar. Pax 738; ὑμνῆσαι δι' εὐλογίας [[θέλω]] Eur. Herc. Für. 356; Thuc. 2, 42 u. sonst in Prosa. – 2) <b class="b2">schöner Ausdruck</b>, schöne Sprache, καὶ [[εὐαρμοστία]] καὶ [[εὐσχημοσύνη]] Plat. Rep. III, 400 d; πολλὴν τὴν εὐλογίαν ἐπιδεικνύμενος, neben εὔ. λεξις, Luc. Lexiph. 1; im plur., schöne Redensarten, Aesop. 229. – 3) das<b class="b2"> Segnen, der Segen</b>, N. T. u. K. S. – 41 bei Cic. Attic. 13, 22 was vernünftiger Weise gesagt werden kann, <b class="b2">Wahrscheinlichkeit</b>.
}}
{{ls
|lstext='''εὐλογία''': ἡ, [[καλλιλογία]], Πλάτ. Πολ. 400D, Λουκ. Λεξιφ. 1: - ἐν Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 22, 4 φαίνεται ὅτι σημαίνει, ὡραῖον ἦχον, εὐπρεπῆ γλῶσσαν, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. 16. 18· - πληθ., γλφυραὶ φράσεις, Αἴσωπ. 229 Ἔκδ. Κοραῆ. ΙΙ. [[ἔπαινος]], [[ἐγκώμιον]], Πινδ. Ν. 4. 8 (ἴδε ἐν λ. [[ῥαίνω]]), Θουκ. 2. 42· ὑμνῆσαι δι’ εὐλογίας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 356· [[ἄξιος]] εὐλογίας Ἀριστοφ. Εἰρ. 738· ἐν τῷ πληθυντ., Πινδ. Ι. 3. 3, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· - καλὴ [[φήμη]], [[δόξα]], [[ἀγήραντος]] εὐλ. Σιμωνίδ. 97, πρβλ. Πινδ. Ο. 5, ἐν τέλει· παρὰ μεταγεν. Ἐπιγραφ., [[αἶνος]] τῷ Θεῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4838c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Παλαιᾷ καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ [[καθόλου]] ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ, [[εὐλογία]] κατὰ τὴν νῦν σημασίαν, Ἑβδ. (Γέν. ΜΘ΄, 25, Ἡσ. ΞΕ΄. 8. Ἰεζεκ. ΛΔ΄, 26), Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιε΄, 29, κ. ἀλλ. 2) [[δῶρον]], Ἑβδ. (Γέν. ΛΓ΄, 11, Κριτ. Α, 15, Α, Βασιλ. ΚΕ΄, 27), Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Β. θ΄, 5, Βασίλ. ΙΙΙ. 1313C, κλ. 3) προσφορὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν συνισταμένη [[κυρίως]] ἐξ ἄρτου καὶ οἴνου, Ἀποστολ. Διαταγ. 8. 31, Σωκρ. 760Β, 4) προσφορὰ ἄρτου μόνον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Ἰωάν. Μόσχ. 2869D, Σωφρ. 3989Α, κλ. 5) [[τεμάχιον]] εὐλογημένου ἄρτου [[ἀντίδωρον]], Στουδ. 1752Β, κλ. 6) [[εὐλογία]] τῆς γαμικῆς συναφείας = [[στεφάνωμα]], Στουδ. 1093Α. 7) ἡ [[ἄδεια]] τοῦ ποιῆσαί τι διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ ἡγουμένου, Ψευδο-Βασίλ. ΙΙΙ. 1307C, 1309Α, Στουδ. 1736C, 1748C, κλ.
}}
}}