Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_6a)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] (s. [[βάλλω]]), 1) noch dazu darauf werfen, legen, [[πῶμα]] πίθοιο Hes. O. 98; τῆσδε γῆς σωτῆρα σεαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ, du trägst dich zum Retter dieses Landes an, Soph. O. C. 464, αἱματηρὰ στόμιά τινι Eur. I. T. 935; καταῤῥήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ Herc. Fur. 864, γράμματα, zusetzen, einschieben, Plat. Crat. 399 a u. öfter; auch im med., Polit. 277 a; χοίνικας ὑπὲρ τὸ [[μέτρον]] τέσσαρας Luc. Tim. 57; – pfropfen, σῦκα ἐπεμβεβλημένα Ath. XIV, 653 d. – 2) intrans., von Flüssen (sc. [[ὕδωρ]]) noch außerdem hineinfließen, Xen. Hell. 4, 2, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] (s. [[βάλλω]]), 1) noch dazu darauf werfen, legen, [[πῶμα]] πίθοιο Hes. O. 98; τῆσδε γῆς σωτῆρα σεαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ, du trägst dich zum Retter dieses Landes an, Soph. O. C. 464, αἱματηρὰ στόμιά τινι Eur. I. T. 935; καταῤῥήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ Herc. Fur. 864, γράμματα, zusetzen, einschieben, Plat. Crat. 399 a u. öfter; auch im med., Polit. 277 a; χοίνικας ὑπὲρ τὸ [[μέτρον]] τέσσαρας Luc. Tim. 57; – pfropfen, σῦκα ἐπεμβεβλημένα Ath. XIV, 653 d. – 2) intrans., von Flüssen (sc. [[ὕδωρ]]) noch außerdem hineinfließen, Xen. Hell. 4, 2, 6.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπεμβάλλω''': μέλλ. - βᾰλῶ, [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιτίθημι]], [[πῶμα]] πίθοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98· στόμι’ ἐπ. ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 935· γιγνώσκοντι ἐπ., ἐπισωρεύων λέξεις εἰς ἄνθρωπον ἤδη γινώσκοντα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 9. 2) [[καταρρίπτω]], [[ἐπιρρίπτω]], δόμους ἐπεμβαλῶ, θὰ καταρρίψω αὐτοὺς [[ἐπάνω]] εἰς τοὺς ἐνοικοῦντας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 846· μετ’ αἰτ., πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ’ ἀγκάλαις ἐμὴν ἔχουσα, πέτρινον ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ, [[ὅπως]] καταρρίψῃ (αὐτὴν) δηλ. τὴν μητέρα μου κατ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτὸς ἐν 1. Τ. 290. 3) [[ἐπιπροστίθημι]], διὰ τρίτου ἔτεος ἐμβόλιμον ἐπεμβάλλουσι τῶν ὡρέων εἵνεκεν Ἡρόδ. 2. 4, Πλάτ. Κρατ. 399Α· ἐπί τι [[αὐτόθι]] 414D: ― μεταφ., γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ’ ἐπεμβάλλεις λόγῳ, [[μετὰ]] τοῦτον τὸν λόγον παρουσιάζεις σεαυτὸν ὡς σωτῆρα τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Κ. 463· ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, [[ἐντίθημι]] καὶ ἕτερον νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3510, 3515 κ. ἀλλ.: ― Μέσ., [[κάμνω]] [[νέας]] προσθήκας, Πλάτ. Πολιτικ. 277Α: ― Παθ., ἐπὶ καρπίμων δένδρων, ἐμβολιάζομαι, ἐγκεντρίζομαι, Ἀθήν. 653D: πρβλ. [[ἐπεμβολάς]]. 4) ἐπωθῶ, Ξεν. Κυν. 10, 11. ΙΙ. ἐπὶ ποταμῶν, χύνομαι ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, ἐπεμβάλλοντες ἕτεροι ποταμοὶ ἰσχυρότερον αὐτῶν τὸ [[ῥεῦμα]] ποιοῦσι Ξεν. Ἑλλην. 4. 2, 11.
}}
}}