Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεμβάλλω''': μέλλ. - βᾰλῶ, [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιτίθημι]], [[πῶμα]] πίθοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98· στόμι’ ἐπ. ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 935· γιγνώσκοντι ἐπ., ἐπισωρεύων λέξεις εἰς ἄνθρωπον ἤδη γινώσκοντα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 9. 2) [[καταρρίπτω]], [[ἐπιρρίπτω]], δόμους ἐπεμβαλῶ, θὰ καταρρίψω αὐτοὺς [[ἐπάνω]] εἰς τοὺς ἐνοικοῦντας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 846· μετ’ αἰτ., πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ’ ἀγκάλαις ἐμὴν ἔχουσα, πέτρινον ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ, [[ὅπως]] καταρρίψῃ (αὐτὴν) δηλ. τὴν μητέρα μου κατ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτὸς ἐν 1. Τ. 290. 3) [[ἐπιπροστίθημι]], διὰ τρίτου ἔτεος ἐμβόλιμον ἐπεμβάλλουσι τῶν ὡρέων εἵνεκεν Ἡρόδ. 2. 4, Πλάτ. Κρατ. 399Α· ἐπί τι [[αὐτόθι]] 414D: ― μεταφ., γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ’ ἐπεμβάλλεις λόγῳ, [[μετὰ]] τοῦτον τὸν λόγον παρουσιάζεις σεαυτὸν ὡς σωτῆρα τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Κ. 463· ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, [[ἐντίθημι]] καὶ ἕτερον νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3510, 3515 κ. ἀλλ.: ― Μέσ., [[κάμνω]] [[νέας]] προσθήκας, Πλάτ. Πολιτικ. 277Α: ― Παθ., ἐπὶ καρπίμων δένδρων, ἐμβολιάζομαι, ἐγκεντρίζομαι, Ἀθήν. 653D: πρβλ. [[ἐπεμβολάς]]. 4) ἐπωθῶ, Ξεν. Κυν. 10, 11. ΙΙ. ἐπὶ ποταμῶν, χύνομαι ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, ἐπεμβάλλοντες ἕτεροι ποταμοὶ ἰσχυρότερον αὐτῶν τὸ [[ῥεῦμα]] ποιοῦσι Ξεν. Ἑλλην. 4. 2, 11.
|lstext='''ἐπεμβάλλω''': μέλλ. - βᾰλῶ, [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιτίθημι]], [[πῶμα]] πίθοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98· στόμι’ ἐπ. ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 935· γιγνώσκοντι ἐπ., ἐπισωρεύων λέξεις εἰς ἄνθρωπον ἤδη γινώσκοντα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 9. 2) [[καταρρίπτω]], [[ἐπιρρίπτω]], δόμους ἐπεμβαλῶ, θὰ καταρρίψω αὐτοὺς [[ἐπάνω]] εἰς τοὺς ἐνοικοῦντας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 846· μετ’ αἰτ., πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ’ ἀγκάλαις ἐμὴν ἔχουσα, πέτρινον ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ, [[ὅπως]] καταρρίψῃ (αὐτὴν) δηλ. τὴν μητέρα μου κατ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτὸς ἐν 1. Τ. 290. 3) [[ἐπιπροστίθημι]], διὰ τρίτου ἔτεος ἐμβόλιμον ἐπεμβάλλουσι τῶν ὡρέων εἵνεκεν Ἡρόδ. 2. 4, Πλάτ. Κρατ. 399Α· ἐπί τι [[αὐτόθι]] 414D: ― μεταφ., γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ’ ἐπεμβάλλεις λόγῳ, [[μετὰ]] τοῦτον τὸν λόγον παρουσιάζεις σεαυτὸν ὡς σωτῆρα τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Κ. 463· ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, [[ἐντίθημι]] καὶ ἕτερον νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3510, 3515 κ. ἀλλ.: ― Μέσ., [[κάμνω]] [[νέας]] προσθήκας, Πλάτ. Πολιτικ. 277Α: ― Παθ., ἐπὶ καρπίμων δένδρων, ἐμβολιάζομαι, ἐγκεντρίζομαι, Ἀθήν. 653D: πρβλ. [[ἐπεμβολάς]]. 4) ἐπωθῶ, Ξεν. Κυν. 10, 11. ΙΙ. ἐπὶ ποταμῶν, χύνομαι ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, ἐπεμβάλλοντες ἕτεροι ποταμοὶ ἰσχυρότερον αὐτῶν τὸ [[ῥεῦμα]] ποιοῦσι Ξεν. Ἑλλην. 4. 2, 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter dans et sur : ἐπ. χοίνικας ὑπὲρ τὸ [[μέτρον]] τέσσαρας LUC verser quatre chénices de surplus;<br /><b>2</b> jeter contre, τινι;<br /><b>3</b> introduire par insertion, insérer ; <i>fig.</i> γῆς σωτῆρα ἑαυτὸν ἐπ. λόγῳ SOPH se faire passer, au moyen d’un récit, comme le sauveur d’un pays <i>litt.</i> s’ingérer, s’introduire comme sauveur;<br /><b>II.</b> <i>intr. (s.e.</i> [[ὕδωρ]] <i>ou</i> ἑαυτόν) se jeter en outre <i>en parl. de fleuves</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐμβάλλω]].
}}
}}