3,276,984
edits
(13_6a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ὁ (vielleicht mit [[ἴσχω]] verwandt, das Festhaltende, od. mit [[κισσός]]), die <b class="b2">Mistel</b>, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥςπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; θήρας [[ὄργανον]] φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Uebertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ὁ (vielleicht mit [[ἴσχω]] verwandt, das Festhaltende, od. mit [[κισσός]]), die <b class="b2">Mistel</b>, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥςπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; θήρας [[ὄργανον]] φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Uebertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰξός''': ὁ, Λατ. viscum, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς δρυὸς καὶ ἔχον φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς πύξου, φύεται δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων δένδρων, ὡς τῆς μηλέας καὶ τῆς ἀπίου· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς τὰς ῥίζας θάμνων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 11, Διοσκ. 3. 93 (103). ΙΙ. ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 8. ΙΙΙ. ἡ [[κόλλα]] ἢ κολλητικὴ ὕλη ἡ ἐκ τοῦ καρποῦ παρασκευαζόμενη, Λατ. viscum, Εὐρ. Κύκλ. 433, Πλουτ. Κορ. 3· «Ἴων δ’ ἐν Φοίνικι ἢ Καινεῖ δρυὸς ἱδρῶτα εἴρηκε τὸν ἰξὸν» Ἀθήν. 451D: ― πᾶσα [[κολλώδης]] [[οὐσία]], Ἱππ. 621. 13. 2) μεταφ. ἰξὸς ὀμμάτων, ὁ ἑλκύων τὴν ἀτενῆ προσοχὴν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, Τιμόθ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκφυγὼν τὸν ἐν πράγματι Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57· καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχὴ ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλ. 14. β) ὡς τὸ [[γλίσχρος]], [[φειδωλός]], [[φιλάργυρος]], «σφιχτός», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 399. (Κατ’ ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ἦτο ϝιξός, πρβλ. Λατ. viscum, viscus. | |||
}} | }} |