Anonymous

λιγύς: Difference between revisions

From LSJ
2,111 bytes added ,  5 August 2017
6_23
(13_7_2)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] εῖα, ύ, nach Arcad. p. 95, 23 im fem. λίγεια zu accentuiren, s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166, welcher Accent bei den Attikern noch nicht durchgeführt ist; wie [[λιγυρός]], hell, laut tönend, von jedem scharfen, durchdringenden Ton; vom pfeifenden, sausenden Winde, ἄνεμοι, Il. 14, 17 Od. 3, 289, [[οὖρος]], 4, 357; Pind. Ol. 9, 51; von der helltönenden Phorminx, Il. 9, 186 Od. 8, 67; [[Μοῦσα]] λίγεια, 24, 62; λιγείας [[μόρον]] ἀηδόνος, Aesch. Ag. 1117, der auch λιγέα κωκύματα, Pers. 324, sagt und λιγὺ ἀνακωκύσας, 460; ἔνθ' ἁ λίγεια μινύρεται [[ἀηδών]] Soph. O. C. 677; λίγεια λωτοῦ [[χάρις]] Eur. Heracl. 892; vgl. noch Μοῦσαι δι' ᾠδῆς [[εἶδος]] λίγειαι, Plat. Phaedr. 237 a; λιγεῶν μειλίγματα Μουσῶν Theocr. 22, 221; a. sp. D. Auch von Menschen, bes. Beiwort des Nestor, λιγὺς [[ἀγορητής]], Il. oft; auch vom Thersites, Il. 2, 246, der laut Redende. – Adv. λιγέως, vom lauten Weinen, κλαῖον δὲ λιγέως Od. 16, 216; Il. 19, 5; ἦκα δὲ μυρομένη λιγέως ἀνενείκατο μῦθον Ap. Rh. 3, 463, auch λιγέως ἀγορεύειν, laut reden, Il. 3, 214, zugleich mit der Nebenbedeutung des Nachdrücklichen, Eindringlichen; vom Winde, λιγέως φυσᾶν, 23, 218; sp. D., wie Man. 2, 334, λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] εῖα, ύ, nach Arcad. p. 95, 23 im fem. λίγεια zu accentuiren, s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166, welcher Accent bei den Attikern noch nicht durchgeführt ist; wie [[λιγυρός]], hell, laut tönend, von jedem scharfen, durchdringenden Ton; vom pfeifenden, sausenden Winde, ἄνεμοι, Il. 14, 17 Od. 3, 289, [[οὖρος]], 4, 357; Pind. Ol. 9, 51; von der helltönenden Phorminx, Il. 9, 186 Od. 8, 67; [[Μοῦσα]] λίγεια, 24, 62; λιγείας [[μόρον]] ἀηδόνος, Aesch. Ag. 1117, der auch λιγέα κωκύματα, Pers. 324, sagt und λιγὺ ἀνακωκύσας, 460; ἔνθ' ἁ λίγεια μινύρεται [[ἀηδών]] Soph. O. C. 677; λίγεια λωτοῦ [[χάρις]] Eur. Heracl. 892; vgl. noch Μοῦσαι δι' ᾠδῆς [[εἶδος]] λίγειαι, Plat. Phaedr. 237 a; λιγεῶν μειλίγματα Μουσῶν Theocr. 22, 221; a. sp. D. Auch von Menschen, bes. Beiwort des Nestor, λιγὺς [[ἀγορητής]], Il. oft; auch vom Thersites, Il. 2, 246, der laut Redende. – Adv. λιγέως, vom lauten Weinen, κλαῖον δὲ λιγέως Od. 16, 216; Il. 19, 5; ἦκα δὲ μυρομένη λιγέως ἀνενείκατο μῦθον Ap. Rh. 3, 463, auch λιγέως ἀγορεύειν, laut reden, Il. 3, 214, zugleich mit der Nebenbedeutung des Nachdrücklichen, Eindringlichen; vom Winde, λιγέως φυσᾶν, 23, 218; sp. D., wie Man. 2, 334, λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς.
}}
{{ls
|lstext='''λῐγύς''': λίγεια (οὐχὶ λιγεῖα, Ἀρκάδ. σ. 95, 2), Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ˙ - ὡς τὸ [[λιγυρός]], [[εὐκρινής]], συριστικός, [[ὀξύς]], λιγέων ἀνέμων αἰψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17˙ ὦρτο δ’ ἐπὶ λ. [[οὖρος]] Ὀδ. Γ. 176, πρβλ. Δ. 357˙ συχνότερον ἐπὶ εὐκρινοῦς, καθαροῦ, εὐαρέστου, ἡδέος ἤχου, = [[εὔηχος]], φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν Ἰλ. Ι. 186, Ὀδ. Θ. 67, κτλ.˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνάρθρων ἤχων, = [[καλλίφωνος]], ἔχων καθαρὰν φωνήν, [[Μοῦσα]] λίγεια Ω. 62, Ἀλκμὰν 1, πρβλ. 7˙ λ. [[ἀγορητής]], συνεχῶς ἐν Ἰλ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Νέστορος˙ [[ὡσαύτως]] τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 246˙ ἐπέων [[οἶμος]] λιγὺς Πινδ. Ο. 9. 72˙ - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., λιγέως ἀγορεύειν Ἰλ. Γ. 214˙ [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], λιγέως κλαίειν, θρηνῶ ὀξυφώνως, Τ. 5, Ὀδ. Λ. 391˙ ἰάχειν Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 234˙ [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι [[αὐτόθι]] 206˙ λιγὺ ἢ λιγέα κλάζειν Μόσχ. 4. 24, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1299˙ - [[μετὰ]] τὸν Ἡσίοδ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λυπηρῶν ἤχων, ὡς ἀείποτε παρ’ Αἰσχύλῳ, λ. κωκύματα Πέρσ. 332˙ κἀνακωκύσας λιγὺ [[αὐτόθι]] 468˙ λ. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 112˙ καὶ ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀγ. 1146, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 671˙ λ. [[λωτὸς]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 892, πρβλ. Μόσχ. 2. 98˙ - Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πλάτ. Φαίδρ. 237Α˙ πρβλ. [[λιγυρός]].
}}
}}