Anonymous

ἀκταίνω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] (vgl. [[ἀΐσσω]]), auffahren, sich schnell bewegen (γαυριᾶν, ἀτάκτως πηδᾶν, VLL.), soll von muthigen Pferden gebraucht sein; Aesch. Eum. 36 trans., στάσιν (v. l. βάσιν) [[ἀκταίνω]], von Phryn. in B. A. 23 οὐκ ἔτ' ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτόν, wie auch von Anderen μετεωρίζειν erkl. Seit Stephan. istvon den meisten Erkl. βάσιν ἀκτ. vorgezogen: sich schnell bewegen, s. Wellauer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] (vgl. [[ἀΐσσω]]), auffahren, sich schnell bewegen (γαυριᾶν, ἀτάκτως πηδᾶν, VLL.), soll von muthigen Pferden gebraucht sein; Aesch. Eum. 36 trans., στάσιν (v. l. βάσιν) [[ἀκταίνω]], von Phryn. in B. A. 23 οὐκ ἔτ' ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτόν, wie auch von Anderen μετεωρίζειν erkl. Seit Stephan. istvon den meisten Erkl. βάσιν ἀκτ. vorgezogen: sich schnell bewegen, s. Wellauer.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]].
}}
}}