3,274,921
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]]. | |lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ’ ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n’avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]]. | |||
}} | }} |