Anonymous

κατακωλύω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1358.png Seite 1358]] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1358.png Seite 1358]] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατακωλύω''': [[κωλύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., [[μετὰ]] γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.
}}
}}