Anonymous

κατακωλύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακωλύω''': [[κωλύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., [[μετὰ]] γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.
|lstext='''κατακωλύω''': [[κωλύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., [[μετὰ]] γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.
}}
{{bailly
|btext=retenir, empêcher.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κωλύω]].
}}
}}