Anonymous

προσφύω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_6b)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] (s. φύω), daran wachsen lassen, fest daran fügen, verbinden; übertr., ταῦτ' ἀληθῆ πάντα προσφύσω λόγῳ, Aesch. Suppl. 276, wie τοῦτό γέ τοι τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας, Ar. Nubb. 371, durch das Wort befestigen, bestätigen. – Häufiger im med. u. in den intrans. tempp., daran wachsen; σῷ κέρατε κρατὶ προσπεφυκέναι, Eur. Bacch. 919; ταῖς πέτραις προσπέφυκεν, Plut. de sol. anim. 30; sich fest daran halten, τῷ προσφὺς ἐχόμην, Od. 12, 433, daran festhangend hielt ich mich; προσφῦσα, fest daran haltend, Il. 24, 213; σκέλη χεῖρές τε [[ταύτῃ]] καὶ διὰ ταῦτα πᾶσι προσέφυ, Plat. Tim. 45 a; προσπεφυκότα τοῖς τοιούτοις, Legg. V, 728 b; Sp., δεῖ προσφύντα τοῖς πράγμασι συνοικειοῦν ἑαυτὸν ἑκάστῳ τῶν δρωμένων, Luc. de salt. 67; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, Piscat. 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] (s. φύω), daran wachsen lassen, fest daran fügen, verbinden; übertr., ταῦτ' ἀληθῆ πάντα προσφύσω λόγῳ, Aesch. Suppl. 276, wie τοῦτό γέ τοι τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας, Ar. Nubb. 371, durch das Wort befestigen, bestätigen. – Häufiger im med. u. in den intrans. tempp., daran wachsen; σῷ κέρατε κρατὶ προσπεφυκέναι, Eur. Bacch. 919; ταῖς πέτραις προσπέφυκεν, Plut. de sol. anim. 30; sich fest daran halten, τῷ προσφὺς ἐχόμην, Od. 12, 433, daran festhangend hielt ich mich; προσφῦσα, fest daran haltend, Il. 24, 213; σκέλη χεῖρές τε [[ταύτῃ]] καὶ διὰ ταῦτα πᾶσι προσέφυ, Plat. Tim. 45 a; προσπεφυκότα τοῖς τοιούτοις, Legg. V, 728 b; Sp., δεῖ προσφύντα τοῖς πράγμασι συνοικειοῦν ἑαυτὸν ἑκάστῳ τῶν δρωμένων, Luc. de salt. 67; προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, Piscat. 51.
}}
{{ls
|lstext='''προσφύω''': [[μετὰ]] μέλλ. καὶ ἀορ. α', [[κάμνω]] τι νὰ φυτρώσῃ· μεταφορ., καὶ ταῦτ’ ἀληθῆ… προσφύσω λόγῳ, θὰ βεβαιώσω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 276· τοῦτο... τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας Ἀριστοφ. Νεφ. 372. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μετ’ ἀορ. β' καὶ πρκμ. ἐνεργ., μέλλοντος δὲ μέσου, φύομαι ἢ φυτρώνω ἐπί τινος, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι Εὐρ. Βάκχ. 921, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 611D, Τίμ. 45Α· ταῦτά σοι προσφύσεται, θὰ φυτρώσουν [[ἐπάνω]] σου, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D· - ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνὴ παρ’ Ἀριστ. σημαίνουσα πᾶσαν αὔξησιν ἐξωτερικὴν μὴ ἀποτελοῦσαν [[μέρος]] τοῦ ὀργανισμοῦ, πρ. [τὸ ὠὸν] τῇ ὑστέρᾳ, πρὸς τὴν ὑστέραν π. Ζ. Μορ. 3. 2, 1., 3. 3, 6, κ. ἀλλ.· τὰ κέρατα πρ. [[μᾶλλον]] τῷ δέρματι 3. 9, 5· προσπέφυκεν [[ὥσπερ]] τὰ φύματα π. Ζ. Γεν. 4. 4, 41· ἐπὶ ζωοφύτων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 18., 8. 1, 6· πρ. ταῖς πέτραις 4. 4, 34, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 49, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἑλμίνθων, π. τὰ Ζ. ἱστ. 5. 19, 4· ἐπὶ τροφῆς, ἀφομοιοῦμαι, Προβλ. 1. 42, 5., 21. 2· ― πρβλ. [[πρόσφυσις]] ΙΙ. 2) προσκολλῶμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην Ὀδ. Μ. 433· καὶ ἀπολύτ., προσφῦσα Ἰλ. Ω. 413· [[οὕτως]] εἰς Πλάτ. Νόμ. 728Β, κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, τὠγκίστρῳ ποτεφυετο Θεόκρ. 21. 46· προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, προσκολλῶνται εἰς τὸ χρ., Λουκ. Ἁλιεὺς 51, πρβλ. Μυίας Ἐγκώμ. 3, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσφύς, προσπλακείς».
}}
}}