3,274,216
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφύω''': [[μετὰ]] μέλλ. καὶ ἀορ. α', [[κάμνω]] τι νὰ φυτρώσῃ· μεταφορ., καὶ ταῦτ’ ἀληθῆ… προσφύσω λόγῳ, θὰ βεβαιώσω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 276· τοῦτο... τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας Ἀριστοφ. Νεφ. 372. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μετ’ ἀορ. β' καὶ πρκμ. ἐνεργ., μέλλοντος δὲ μέσου, φύομαι ἢ φυτρώνω ἐπί τινος, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι Εὐρ. Βάκχ. 921, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 611D, Τίμ. 45Α· ταῦτά σοι προσφύσεται, θὰ φυτρώσουν [[ἐπάνω]] σου, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D· - ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνὴ παρ’ Ἀριστ. σημαίνουσα πᾶσαν αὔξησιν ἐξωτερικὴν μὴ ἀποτελοῦσαν [[μέρος]] τοῦ ὀργανισμοῦ, πρ. [τὸ ὠὸν] τῇ ὑστέρᾳ, πρὸς τὴν ὑστέραν π. Ζ. Μορ. 3. 2, 1., 3. 3, 6, κ. ἀλλ.· τὰ κέρατα πρ. [[μᾶλλον]] τῷ δέρματι 3. 9, 5· προσπέφυκεν [[ὥσπερ]] τὰ φύματα π. Ζ. Γεν. 4. 4, 41· ἐπὶ ζωοφύτων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 18., 8. 1, 6· πρ. ταῖς πέτραις 4. 4, 34, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 49, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἑλμίνθων, π. τὰ Ζ. ἱστ. 5. 19, 4· ἐπὶ τροφῆς, ἀφομοιοῦμαι, Προβλ. 1. 42, 5., 21. 2· ― πρβλ. [[πρόσφυσις]] ΙΙ. 2) προσκολλῶμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην Ὀδ. Μ. 433· καὶ ἀπολύτ., προσφῦσα Ἰλ. Ω. 413· [[οὕτως]] εἰς Πλάτ. Νόμ. 728Β, κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, τὠγκίστρῳ ποτεφυετο Θεόκρ. 21. 46· προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, προσκολλῶνται εἰς τὸ χρ., Λουκ. Ἁλιεὺς 51, πρβλ. Μυίας Ἐγκώμ. 3, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσφύς, προσπλακείς». | |lstext='''προσφύω''': [[μετὰ]] μέλλ. καὶ ἀορ. α', [[κάμνω]] τι νὰ φυτρώσῃ· μεταφορ., καὶ ταῦτ’ ἀληθῆ… προσφύσω λόγῳ, θὰ βεβαιώσω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 276· τοῦτο... τῷ νυνὶ λόγῳ εὖ προσέφυσας Ἀριστοφ. Νεφ. 372. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μετ’ ἀορ. β' καὶ πρκμ. ἐνεργ., μέλλοντος δὲ μέσου, φύομαι ἢ φυτρώνω ἐπί τινος, σῷ κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι Εὐρ. Βάκχ. 921, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 611D, Τίμ. 45Α· ταῦτά σοι προσφύσεται, θὰ φυτρώσουν [[ἐπάνω]] σου, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D· - ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] συχνὴ παρ’ Ἀριστ. σημαίνουσα πᾶσαν αὔξησιν ἐξωτερικὴν μὴ ἀποτελοῦσαν [[μέρος]] τοῦ ὀργανισμοῦ, πρ. [τὸ ὠὸν] τῇ ὑστέρᾳ, πρὸς τὴν ὑστέραν π. Ζ. Μορ. 3. 2, 1., 3. 3, 6, κ. ἀλλ.· τὰ κέρατα πρ. [[μᾶλλον]] τῷ δέρματι 3. 9, 5· προσπέφυκεν [[ὥσπερ]] τὰ φύματα π. Ζ. Γεν. 4. 4, 41· ἐπὶ ζωοφύτων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 18., 8. 1, 6· πρ. ταῖς πέτραις 4. 4, 34, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 49, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἑλμίνθων, π. τὰ Ζ. ἱστ. 5. 19, 4· ἐπὶ τροφῆς, ἀφομοιοῦμαι, Προβλ. 1. 42, 5., 21. 2· ― πρβλ. [[πρόσφυσις]] ΙΙ. 2) προσκολλῶμαι, τῷ προσφυὲς ἐχόμην Ὀδ. Μ. 433· καὶ ἀπολύτ., προσφῦσα Ἰλ. Ω. 413· [[οὕτως]] εἰς Πλάτ. Νόμ. 728Β, κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, τὠγκίστρῳ ποτεφυετο Θεόκρ. 21. 46· προσφύντες ἔχονται τοῦ χρυσίου, προσκολλῶνται εἰς τὸ χρ., Λουκ. Ἁλιεὺς 51, πρβλ. Μυίας Ἐγκώμ. 3, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσφύς, προσπλακείς». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf., f.</i> προσφύσω, <i>ao.</i> προσέφυσα) faire naître <i>ou</i> faire croître sur ; faire adhérer ; <i>fig.</i> établir fortement, confirmer, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr., aux temps suiv. : ao.2</i> προσέφυν > <i>part.</i> προσφύς, προσφῦσα, <i>pf.</i> προσπέφυκα, <i>et au Pass.-Moy.</i> προσφύομαι, <i>f.</i> προσφύσομαι;<br /><b>1</b> naître <i>ou</i> croître sur, τινι;<br /><b>2</b> être attaché <i>ou</i> s’attacher à, tenir fortement à, τινι ; <i>fig.</i> s’attacher à, s’appliquer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φύω]]. | |||
}} | }} |