Anonymous

εὔτροπος: Difference between revisions

From LSJ
6_15
(13_3)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
}}
{{ls
|lstext='''εὔτροπος''': -ον, ([[τρέπω]]) [[εὔστροφος]], οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, [[οἷον]] εὔτροποι˙ τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «[[εὔτροπος]] γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ [[ἦθος]] ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1˙ ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], οὐχὶ [[ὀξύς]], καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως˙ ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
}}
}}