Anonymous

ἀσκέρα: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 [[ὑπόδημα]] [[λάσιον]], χειμῶνι χρήσιμον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 [[ὑπόδημα]] [[λάσιον]], χειμῶνι χρήσιμον.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσκέρα''': -ας, ἡ, χειμερινὸν [[ὑπόδημα]] μαλλωτὸν [[ἔσωθεν]], «ἀσκέραι· [[ὑπόδημα]] [[λάσιον]], χειμῶνος χρήσιμον» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, [[ἤτοι]] τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. [[εἶδος]] εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα [[εἶναι]] τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.
}}
}}