Anonymous

παρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_6a)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0504.png Seite 504]] (s. [[τρέφω]]), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0504.png Seite 504]] (s. [[τρέφω]]), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.
}}
{{ls
|lstext='''παρατρέφω''': [[τρέφω]] πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι [[μετὰ]] τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι [[παρά]] τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι [[μετὰ]] τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ [[μάτην]] τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 2) [[ἀνατρέφω]] ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.
}}
}}