Anonymous

παρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατρέφω''': [[τρέφω]] πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι [[μετὰ]] τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι [[παρά]] τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι [[μετὰ]] τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ [[μάτην]] τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 2) [[ἀνατρέφω]] ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.
|lstext='''παρατρέφω''': [[τρέφω]] πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι [[μετὰ]] τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι [[παρά]] τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι [[μετὰ]] τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ [[μάτην]] τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. 2) [[ἀνατρέφω]] ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> nourrir auprès de soi, entretenir, acc.;<br /><b>2</b> nourrir en passant <i>ou</i> par surcroît : [[ἐν]] [[φιλοσοφία]] παρατρέφεσθαι PLUT n’être nourri de philosophie qu’en passant, <i>càd</i> superficiellement.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέφω]].
}}
}}