Anonymous

ζάω: Difference between revisions

From LSJ
7,383 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_7_2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ion. u. ep. ζώω, s. unten, inf. ζῆν, impf. ἔζων, auch ἔζην, Dem. 24, 7 (wie von ζῆμι, vgl. ζῆθι), was Moeris als att. empfiehlt, Thom. Mag. verwirft; imperat. ζῆ, Soph. Ant. 1169 Eur. I. T. 705; auch ζῆθι, Ag. 26 (XI, 51); die übrigen tempp. sind selten, ζήσω, Plat. Rep. V, 465 d Ar. Plut. 263, ζήσομαι, Dem. 25, 82 N. T., z. B. Matth. 4, 4, ἔζησα, Plut. u. a. Sp., ἔζηκα, D. Hal. 5, 68 D. Sic. 16, 88, ἐζήκει, D. C. 59, 14, u. werden gew. aus [[βιόω]] ergänzt (verwandt mit [[ζέΕω]]); – <b class="b2">leben</b>, von Hom. an überall; vom physischen Leben, oft im Ggstz von ἀποθνήσκειν, z. B. ζώοντος u. θανόντος, Il. 23, 70; [[τεθνάναι]] [[μᾶλλον]] ἢ ζώειν Her. 1, 31, oft οἱ ζῶντες, entgeggstzt οἱ θανόντες; ζῶν καὶ ὤν, pleonastisch, Dem.; τὸ ζῆν, das Leben, Plat. Phaed. 71 d; ἡ ψυχὴ εἰς τὸ ζῆν ἰοῦσα 77 d; – ζῆν τὸν ἄλλον βίον Dem. 24, 115; vgl. Her. 4, 112; Eur. Med. 249; ἀβλαβεῖ βίῳ ζῶσα Soph. El. 650; wie [[βιόω]] von der Lebensweise, ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67; oft bei Hom. [[ῥεῖα]] ζώειν, von den Göttern; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης [[ἄξιος]] Dem. 21, 134, nach deinem übrigen Leben; – καρποῖς, von Früchten, Dem. 60, 5; gew. ἀπό τινος, wovon leben, sein Leben womit fristen, Her. 1, 203. 2, 36; ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; [[ἔνθεν]] ἔζων Ar. Lys. 625. – Sonst ist τινὶ ζῆν = für Einen leben, Eur. Ion 546; vgl. Dem. 7, 17. 11, 18. – Uebertr., leben, in Kraft sein, Bestand haben, ἄτης ἄελλαι Aesch. Ag. 793; ἀεί ποτε ζῇ [[ταῦτα]] τὰ νόμιμα Soph. Ant. 453; συμφοραί O. R. 45; μαντεῖα ζῶντα 482; [[χρόνος]] ζῶν καὶ [[παρών]] Tr. 1159; πυρὸς φλὸξ ἔτι ζῶσα Eur. Bacch. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ion. u. ep. ζώω, s. unten, inf. ζῆν, impf. ἔζων, auch ἔζην, Dem. 24, 7 (wie von ζῆμι, vgl. ζῆθι), was Moeris als att. empfiehlt, Thom. Mag. verwirft; imperat. ζῆ, Soph. Ant. 1169 Eur. I. T. 705; auch ζῆθι, Ag. 26 (XI, 51); die übrigen tempp. sind selten, ζήσω, Plat. Rep. V, 465 d Ar. Plut. 263, ζήσομαι, Dem. 25, 82 N. T., z. B. Matth. 4, 4, ἔζησα, Plut. u. a. Sp., ἔζηκα, D. Hal. 5, 68 D. Sic. 16, 88, ἐζήκει, D. C. 59, 14, u. werden gew. aus [[βιόω]] ergänzt (verwandt mit [[ζέΕω]]); – <b class="b2">leben</b>, von Hom. an überall; vom physischen Leben, oft im Ggstz von ἀποθνήσκειν, z. B. ζώοντος u. θανόντος, Il. 23, 70; [[τεθνάναι]] [[μᾶλλον]] ἢ ζώειν Her. 1, 31, oft οἱ ζῶντες, entgeggstzt οἱ θανόντες; ζῶν καὶ ὤν, pleonastisch, Dem.; τὸ ζῆν, das Leben, Plat. Phaed. 71 d; ἡ ψυχὴ εἰς τὸ ζῆν ἰοῦσα 77 d; – ζῆν τὸν ἄλλον βίον Dem. 24, 115; vgl. Her. 4, 112; Eur. Med. 249; ἀβλαβεῖ βίῳ ζῶσα Soph. El. 650; wie [[βιόω]] von der Lebensweise, ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67; oft bei Hom. [[ῥεῖα]] ζώειν, von den Göttern; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης [[ἄξιος]] Dem. 21, 134, nach deinem übrigen Leben; – καρποῖς, von Früchten, Dem. 60, 5; gew. ἀπό τινος, wovon leben, sein Leben womit fristen, Her. 1, 203. 2, 36; ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; [[ἔνθεν]] ἔζων Ar. Lys. 625. – Sonst ist τινὶ ζῆν = für Einen leben, Eur. Ion 546; vgl. Dem. 7, 17. 11, 18. – Uebertr., leben, in Kraft sein, Bestand haben, ἄτης ἄελλαι Aesch. Ag. 793; ἀεί ποτε ζῇ [[ταῦτα]] τὰ νόμιμα Soph. Ant. 453; συμφοραί O. R. 45; μαντεῖα ζῶντα 482; [[χρόνος]] ζῶν καὶ [[παρών]] Tr. 1159; πυρὸς φλὸξ ἔτι ζῶσα Eur. Bacch. 8.
}}
{{ls
|lstext='''ζάω''': συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.) ἐυκτ. ζῴην ἀπαρ. ζῆν παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072 ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος [[τύπος]] σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185 ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7 ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ. πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ. ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ [[βιόω]]. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685) ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436 παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112 Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30 ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120 πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684 ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21 καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846 (-όω) [[αὐτόθι]] 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο διάω (ἄω, spiro) πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν [[εἶναι]] φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12) ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72 ζώειν καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558 ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439 ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677 ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263 ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25 τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 369D ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D ζῶν καὶ [[ἔμψυχος]] Φαίδρ. 276A [[ῥεῖα]] ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ. ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86 - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ. ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22 - [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι [[καλῶς]], Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79 κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11 οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D - [[ὡσαύτως]], ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. [[ἀποζάω]]) ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26 - [[μετὰ]] μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25 ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2˙ - [[μετὰ]] δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257˙ - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.˙ καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D - ζήτω ὁ [[βασιλεύς]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)˙ βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι [[αὐτόθι]] (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491˙ ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.˙ καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174˙ ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5˙ ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517˙ νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161 [[ὡσαύτως]], ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168 εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505 κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799 ζ. [[δοῦλος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410 - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1 ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24 ἴδε ἐν λ. [[βιόω]]. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ὄλβος]] ζώει [[μάσσων]] Πίνδ. Ι. 5. 8 ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819 ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751 μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482 ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] ὁ αὐτ. Ἀντ. 457 τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας [[μάλιστα]], ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45 χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169 ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8 - [[ἐντεῦθεν]], ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11 παροιμ., ζεῖ [[χύτρα]], ζῇ [[φιλία]].
}}
}}