Anonymous

ζάω: Difference between revisions

From LSJ
1,490 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζάω''': συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.) ἐυκτ. ζῴην ἀπαρ. ζῆν παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072 ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος [[τύπος]] σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185 ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7 ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ. πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ. ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ [[βιόω]]. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685) ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436 παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112 Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30 ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120 πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684 ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21 καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846 (-όω) [[αὐτόθι]] 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο διάω (ἄω, spiro) πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν [[εἶναι]] φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12) ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72 ζώειν καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558 ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439 ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677 ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263 ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25 τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 369D ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D ζῶν καὶ [[ἔμψυχος]] Φαίδρ. 276A [[ῥεῖα]] ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ. ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86 - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ. ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22 - [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι [[καλῶς]], Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79 κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11 οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D - [[ὡσαύτως]], ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. [[ἀποζάω]]) ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26 - [[μετὰ]] μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25 ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2˙ - [[μετὰ]] δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257˙ - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.˙ καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D - ζήτω ὁ [[βασιλεύς]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)˙ βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι [[αὐτόθι]] (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491˙ ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.˙ καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174˙ ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5˙ ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517˙ νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161 [[ὡσαύτως]], ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168 εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505 κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799 ζ. [[δοῦλος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410 - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1 ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24 ἴδε ἐν λ. [[βιόω]]. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ὄλβος]] ζώει [[μάσσων]] Πίνδ. Ι. 5. 8 ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819 ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751 μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482 ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] ὁ αὐτ. Ἀντ. 457 τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας [[μάλιστα]], ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45 χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169 ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8 - [[ἐντεῦθεν]], ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11 παροιμ., ζεῖ [[χύτρα]], ζῇ [[φιλία]].
|lstext='''ζάω''': συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.) ἐυκτ. ζῴην ἀπαρ. ζῆν παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072 ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος [[τύπος]] σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185 ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7 ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ. πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ. ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ [[βιόω]]. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685) ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436 παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112 Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30 ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120 πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684 ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21 καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846 (-όω) [[αὐτόθι]] 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο διάω (ἄω, spiro) πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν [[εἶναι]] φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12) ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72 ζώειν καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558 ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439 ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677 ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263 ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25 τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 369D ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D ζῶν καὶ [[ἔμψυχος]] Φαίδρ. 276A [[ῥεῖα]] ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ. ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86 - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ. ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22 - [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι [[καλῶς]], Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79 κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11 οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D - [[ὡσαύτως]], ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. [[ἀποζάω]]) ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26 - [[μετὰ]] μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25 ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2˙ - [[μετὰ]] δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257˙ - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.˙ καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D - ζήτω ὁ [[βασιλεύς]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)˙ βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι [[αὐτόθι]] (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491˙ ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.˙ καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174˙ ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5˙ ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517˙ νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161 [[ὡσαύτως]], ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168 εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505 κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799 ζ. [[δοῦλος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410 - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1 ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24 ἴδε ἐν λ. [[βιόω]]. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ὄλβος]] ζώει [[μάσσων]] Πίνδ. Ι. 5. 8 ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819 ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751 μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482 ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] ὁ αὐτ. Ἀντ. 457 τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας [[μάλιστα]], ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45 χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169 ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8 - [[ἐντεῦθεν]], ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11 παροιμ., ζεῖ [[χύτρα]], ζῇ [[φιλία]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>avec contr. en</i> η <i>des formes en</i> αε &gt; <i>prés.</i> [[ζῶ]], ζῇς, [[ζῇ]] ; <i>impér.</i> [[ζῆ]], <i>opt.</i> [[ζῴην]] ; <i>inf.</i> [[ζῆν]] ; <i>impf.</i> [[ἔζων]], ἔζης, [[ἔζη]], ἐζῶμεν, ἐζῆτε, [[ἔζων]];<br /><i>f.</i> ζήσω <i>ou</i> ζήσομαι ; <i>ao.</i> [[ἔζησα]], <i>pf.</i> [[ἔζηκα]], <i>pqp.</i> ἐζήκειν;<br /><i>ttf. au lieu de</i> [[ἔζησα]], [[ἔζηκα]], ἐζήκειν, <i>les Attiques emploient d’ord. les ao., pf. et pqp. de</i> [[βιόω]];<br />vivre :<br /><b>1</b> être en vie ; [[οἱ]] ζῶντες OD les vivants, les hommes ; ζ. ὀλίγα ἔτεα HDT vivre peu d’années ; <i>subst.</i> τὸ [[ζῆν]] la vie;<br /><b>2</b> soutenir sa vie, se faire vivre : τινι, [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος vivre de qch;<br /><b>3</b> vivre, passer sa vie : [[εὖ]] [[ζῆν]] SOPH, [[κακῶς]] [[ζῆν]] SOPH avoir une vie heureuse, malheureuse ; ζ. βίον μοχθηρόν SOPH vivre d’une vie misérable;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> être dans toute sa force : ἄτης θύελλαι ζῶσι ESCHL les tempêtes du malheur sont dans toute leur force ; ἀεὶ [[ζῇ]] [[ταῦτα]] (νόμιμα) SOPH ces lois sont toujours vivantes.<br />'''Étymologie:''' p. *δjάω, de *γjάω, *γιάω = *γιϜάω ; cf. [[βίος]] = <i>lat.</i> vivo.
}}
}}