Anonymous

ὀρθόω: Difference between revisions

From LSJ
4,729 bytes added ,  5 August 2017
6_14
(13_7_2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] 1) grade in die Höhe richten, <b class="b2">aufrichten</b>; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν [[Ἀπόλλων]], Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ [[τλήμων]] ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε [[κάρα]], Eur. Hipp. 198; [[πρόσωπον]], Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; [[αὐτοῦ]] ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von [[ὄλλυμι]], O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; [[σῶμα]] ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, <b class="b2">einsetzen</b>, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι [[βρέτας]], Eur. Phoen. 1256; [[ἔρυμα]], errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ [[λόγος]], so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie [[κατορθόω]], [[πάλιν]] ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ [[διάβασις]] μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] 1) grade in die Höhe richten, <b class="b2">aufrichten</b>; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν [[Ἀπόλλων]], Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ [[τλήμων]] ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε [[κάρα]], Eur. Hipp. 198; [[πρόσωπον]], Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; [[αὐτοῦ]] ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von [[ὄλλυμι]], O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]], Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; [[σῶμα]] ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, <b class="b2">einsetzen</b>, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι [[βρέτας]], Eur. Phoen. 1256; [[ἔρυμα]], errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ [[βέλος]], Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ [[λόγος]], so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie [[κατορθόω]], [[πάλιν]] ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ [[διάβασις]] μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρθόω''': μέλλ. -ώσω, ποιῶ τι ὀρθόν, πρβλ. κατορθόω: 1) ὀρθώνω τι πεσὸν ἢ κείμενον [[κάτω]], στήνω ὄρθιον, [[ἀνεγείρω]], σηκώνω, τὸν δ’ αἶψ’ ὤρθωσεν [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Η. 272· χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε Ψ. 695· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ― ὀρθοῦν [[κάρα]], [[πρόσωπον]] Εὐρ. Ἱππ. 198, Ἄλκ. 388· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οὔατα ὀρθώσασθαι Κόϊντ. Σμ. 4. 511· ― ἐπὶ οἰκοδομῶν, [[ἀνεγείρω]], ἀνοικοδομῶ, Εὐρ. Τρῳ. 1161, κτλ.· ἢ [[καθόλου]], οἰκοδομῶ, [[κτίζω]], [[ἐγείρω]], [[ἱδρύω]], στήνω, Ζηνὸς [[βρέτας]] τροπαῖον ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1250 [[ἔρυμα]] λίθοις καὶ ξύλοις Θουκ. 6. 66 πολὺ τοῦ τείχους Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 10· ― Παθ., σηκώνομαι, ἕζετο δ’ ὀρθωθεὶς Ἰλ. Β. 42, κλ.· ὀρθωθεὶς δ’ ἄρ’ ἐπ’ ἀγκῶνος Κ. 80· ὠρθοῦθ’ ὁ [[τλήμων]] ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων Σοφ. Ἠλ. 742· ὀρθούμενοι ἐξιέναι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· [[ἁπλῶς]]. ἐγείρομαι ἐκ τῆς ἕδρας μου, ἀνίσταμαι, σηκώνομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 708, Σοφ. Φιλ. 820, Ἠλ. 742. 2) ποιῶ τι εὐθύ, «[[ἰσάζω]]», τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 5, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15. ― Παθ., ἢν τόδ’ ὀρθωθῇ [[βέλος]], ἂν τοῦτο τὸ [[βέλος]] διευθυνθῇ ὀρθῶς, Σοφ. Φιλ. 1299· ὀρθοῦται [[κανών]], [[εἶναι]] ὀρθὸς ὁ [[κανών]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 421. ΙΙ. μεταφορ. (ἐκ τῆς σημ. Ι) [[ἐγείρω]], [[ἐπαναφέρω]] εἰς ὑγείαν, ἀσφάλειαν, εὐτυχίαν, ἐκ κακῶν ὀρθοῦσιν … ἄνδρας κειμένους Ἀρχίλ. 51· ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεαυτὸν Ἡρόδ. 3. 122, πρβλ. Αἰσχύλ. Θηβ. 229, Σοφ. Ο. Κ. 394, Ἀντ. 167, κλ.· ὀρθ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 39· ὀρθ. ὕμνον, [[ἐγείρω]] αὐτὸν ὡς δόξης [[μνημεῖον]], Πινδ. Ο. 3. 5, πρβλ. Ι. 1. 63· ― [[ὡσαύτως]], ὑψῶ, τιμῶ, [[δοξάζω]], Σικελίαν, οἶκον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 21, Ι. 6 (6). 95· ποιῶ, καθιστῶ ἔνδοξον, περίφημον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 106· πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 181Α. 2) (ἐκ τῆς σημασ. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, γνώμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1475· πόλλ’ ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 915· ὀρθ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, [[φέρω]] αὐτὰ εἰς εὐτυχὲς [[τέλος]], ὁ αὐτ. ἐν Χο. 584, Εὐμ. 897· ὀ. βίον Σοφ. Ο. Τ. 39· τὰ … πόλεος θεοὶ ... σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 163· [[τύχη]] τέχνην ὤρθωσεν Μενάνδρου Μονόστ. 495, πρβλ. 625. ― Παθ., ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ ἐπὶ ἐνεργούντων προσώπων, [[ἐπιτυγχάνω]], εὐτυχῶ, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Ἡρόδ. 1. 208· ὁ στρατηγὸς πλεῖστ’ ἅν ὀρθοῖτο Θουκ. 3. 30, πρβλ. 42· ὀρθοῦνται τὰ [[πλείω]] [[αὐτόθι]] 37· τὸ ὀρθούμενον, [[ἐπιτυχία]], ὁ αὐτ. 4. 18· ― ἐπὶ προσώπων καὶ τόπων, εἶμαι ἀσφαλὴς καὶ [[εὐτυχής]], [[ἀκμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 675, Ἀντιφῶν 130. 7, Θουκ. 2. 60· ― ἐπὶ λόγων καὶ γνωμῶν, εἶμαι [[ὀρθός]], [[ἀληθής]], [[οὕτως]] ὀρθοῖτ’ ἂν ὁ [[λόγος]] Ἡρόδ. 7. 103· ὀρθοῦσθαι γνώμην Εὐρ. Ἱππ. 247· ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται [[λόγος]], μυστικὸς [[λόγος]] ὀρθῶς πέμπεται, μόνον δι’ ἀγγέλου, οὐχὶ δι’ ἐπιστολῆς Αἰσχύλ. Χο. 773. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι [[δίκαιος]], φέρομαι δικαίως, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 708, 772.
}}
}}