Anonymous

ἀρατός: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_3)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] ion. [[ἀρητός]], gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. [[καταράσιμος]], Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν [[γόον]], heillos, v. l. ἄρρητον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] ion. [[ἀρητός]], gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. [[καταράσιμος]], Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν [[γόον]], heillos, v. l. ἄρρητον.
}}
{{ls
|lstext='''ἀρατός''': Ἰων. [[ἀρητός]], ἡ, όν, ([[ἀράομαι]]) κατηραμένος, [[βλαπτικός]], [[κατάρατος]], ἀρατόν δὲ τοκεῦσι [[γόον]] καὶ [[πένθος]] ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 ([[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν [[ἕλκος]] Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] οὗ ηὔξατό τις, [[ὅθεν]] Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.].
}}
}}