3,273,432
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρατός''': Ἰων. [[ἀρητός]], ἡ, όν, ([[ἀράομαι]]) κατηραμένος, [[βλαπτικός]], [[κατάρατος]], ἀρατόν δὲ τοκεῦσι [[γόον]] καὶ [[πένθος]] ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 ([[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν [[ἕλκος]] Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] οὗ ηὔξατό τις, [[ὅθεν]] Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.]. | |lstext='''ἀρατός''': Ἰων. [[ἀρητός]], ἡ, όν, ([[ἀράομαι]]) κατηραμένος, [[βλαπτικός]], [[κατάρατος]], ἀρατόν δὲ τοκεῦσι [[γόον]] καὶ [[πένθος]] ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 ([[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν [[ἕλκος]] Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] οὗ ηὔξατό τις, [[ὅθεν]] Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qu’on doit maudire, maudit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀράομαι]]. | |||
}} | }} |