Anonymous

ἀπολήγω: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0311.png Seite 311]] ep. auch [[ἀπολλήγω]], aufhören, Iliad. 6, 149 ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει; c. part., χαλκῷ δηιόων, Il. 17, 565; vgl. Od. 19, 166; absol., Il. 20, 99; Plat. Tim. 80 b; von Winden, sich legen, Theocr. 22, 19; τινός, abstehen von etwas, μάχης Iliad. 7, 263, ἀπατάων 15, 31, ἀλκῆς 21, 577, ἐδωδῆς 24, 475, πομπῆς Od. 13, 151, εἰρεσίης 12, 224; ἔρωτος Plat. Rep. VI, 490 b; εἴς τι, in etwas auslaufen, Luc. imag. 6. – Bei Ap. Rh. 4, 766, ὥς κεν ἀήτας – ἀπολήξειεν, aufhören lassen, stillen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0311.png Seite 311]] ep. auch [[ἀπολλήγω]], aufhören, Iliad. 6, 149 ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει; c. part., χαλκῷ δηιόων, Il. 17, 565; vgl. Od. 19, 166; absol., Il. 20, 99; Plat. Tim. 80 b; von Winden, sich legen, Theocr. 22, 19; τινός, abstehen von etwas, μάχης Iliad. 7, 263, ἀπατάων 15, 31, ἀλκῆς 21, 577, ἐδωδῆς 24, 475, πομπῆς Od. 13, 151, εἰρεσίης 12, 224; ἔρωτος Plat. Rep. VI, 490 b; εἴς τι, in etwas auslaufen, Luc. imag. 6. – Bei Ap. Rh. 4, 766, ὥς κεν ἀήτας – ἀπολήξειεν, aufhören lassen, stillen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπολήγω''': παύομαι, δίδω [[τέλος]], ἀποσύρομαι, [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὡς ἀπέληγε μάχης Ἰλ. Η. 263· οὐδ’ ἀπολήγει ἀλκῆς Φ. 577· νέον δ’ ἀπέληγεν ἐδωδῆς Ω. 475· ἀπ. ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 490Β. 2) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, Ἰλ. Ρ. 565, Ὀδ. τ. 166· [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ’ ἀπολήγει (ἐνν. φύουσα) Ἰλ. Ζ. 149: - ἀπολ. παύομαι, [[ἀπέχω]], Ν. 230, Υ. 99· ἐπὶ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], [[κοπάζω]], Θεόκρ. 22. 19. 3) ἀπ. εἰς ἕν, τελειώνω εἰς ἔν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19· πρβλ. Πλούτ. 2. 496Α· Λουκ Εἰκ 6. ΙΙ. μεταβ. = [[ἀποπαύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 767. [ἐν Ἰλ. Ο. 31, Ὀδ. Ν. 151, κ. ἀλλ., ἡ δευτέρα συλλαβὴ τοῦ μέλλοντος καὶ ἀορ. [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει καὶ ἡ [[λέξις]] γράφεται διὰ δύο λ, ἀπολλήξῃς, κτλ.]
}}
}}