Anonymous

ἀπολήγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολήγω''': παύομαι, δίδω [[τέλος]], ἀποσύρομαι, [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὡς ἀπέληγε μάχης Ἰλ. Η. 263· οὐδ’ ἀπολήγει ἀλκῆς Φ. 577· νέον δ’ ἀπέληγεν ἐδωδῆς Ω. 475· ἀπ. ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 490Β. 2) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, Ἰλ. Ρ. 565, Ὀδ. τ. 166· [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ’ ἀπολήγει (ἐνν. φύουσα) Ἰλ. Ζ. 149: - ἀπολ. παύομαι, [[ἀπέχω]], Ν. 230, Υ. 99· ἐπὶ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], [[κοπάζω]], Θεόκρ. 22. 19. 3) ἀπ. εἰς ἕν, τελειώνω εἰς ἔν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19· πρβλ. Πλούτ. 2. 496Α· Λουκ Εἰκ 6. ΙΙ. μεταβ. = [[ἀποπαύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 767. [ἐν Ἰλ. Ο. 31, Ὀδ. Ν. 151, κ. ἀλλ., ἡ δευτέρα συλλαβὴ τοῦ μέλλοντος καὶ ἀορ. [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει καὶ ἡ [[λέξις]] γράφεται διὰ δύο λ, ἀπολλήξῃς, κτλ.]
|lstext='''ἀπολήγω''': παύομαι, δίδω [[τέλος]], ἀποσύρομαι, [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὡς ἀπέληγε μάχης Ἰλ. Η. 263· οὐδ’ ἀπολήγει ἀλκῆς Φ. 577· νέον δ’ ἀπέληγεν ἐδωδῆς Ω. 475· ἀπ. ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 490Β. 2) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, Ἰλ. Ρ. 565, Ὀδ. τ. 166· [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ’ ἀπολήγει (ἐνν. φύουσα) Ἰλ. Ζ. 149: - ἀπολ. παύομαι, [[ἀπέχω]], Ν. 230, Υ. 99· ἐπὶ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], [[κοπάζω]], Θεόκρ. 22. 19. 3) ἀπ. εἰς ἕν, τελειώνω εἰς ἔν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19· πρβλ. Πλούτ. 2. 496Α· Λουκ Εἰκ 6. ΙΙ. μεταβ. = [[ἀποπαύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 767. [ἐν Ἰλ. Ο. 31, Ὀδ. Ν. 151, κ. ἀλλ., ἡ δευτέρα συλλαβὴ τοῦ μέλλοντος καὶ ἀορ. [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει καὶ ἡ [[λέξις]] γράφεται διὰ δύο λ, ἀπολλήξῃς, κτλ.]
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπέληγον, <i>f.</i> ἀπολήξω, <i>etc.</i><br />se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λήγω]].
}}
}}