Anonymous

κατοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] 1) ansiedeln, in einen Wohnsitz versetzen; τούτους εἰς Μέμφιν Her. 1, 154; χώρᾳ κατοικιῶ Soph. O. C. 642; γυναῖκας εἰς φῶς ἡλίου, ans Tageslicht bringen, Eur. Hipp. 617; ψυχὴν ἀτίμως ἐν τάφῳ Soph. Ant. 1056; ἑαυτόν Plat. Rep. IX, 592 b; ἐκγόνους ἐν τόπῳ Critia. 113 c; τὸ θνητὸν εἰς [[ἄλλην]] οἴκησιν Tim. 69 d; Sp., ἐκ Ῥώμης εἰς Καμερίαν Plut. Rom. 24; den Verbannten in sein Vaterland zurückführen, γῆς πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι κατῴκισάς με Aesch. Eum. 726; übtr. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Hoffnungen in Einem gründen, erwecken, Prom. 250; εἰς τὰς ἀρχαίας οἰκήσεις Plat. ep. 8 p. 357 b. – Pass. angesiedelt werden, sein, wohnen; Θήβας, οὗ κατῳκίσθην ἐγώ Eur. Herc. Fur. 13; κατοικίσθησαν ἐν Αἰγύπτῳ Her. 1, 154; κατοικισθεὶς εἰς τόπους Thuc. 2, 102; τὴν περὶ τὸ [[ἧπαρ]] ψυχῆς μοῖραν κατῳκισμένην Plat. Tim. 71 d, vgl. 89 e. – 2) γῆν, πόλιν, eine Stadt, ein Land mit Ansiedlern besetzen, bevölkern, anbauen; Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Aesch. Prom. 727; Ar. Av. 196; Λεοντίνους, im Ggstz von [[ἐξοικίζω]], Thuc. 6, 76; πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον Plat. Rep. II, 370 e; νήσους Isocr. 4, 35. – Isocr. 19, 23. 24 braucht auch, nach den besseren mss., das med., κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, sich niederlassen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] 1) ansiedeln, in einen Wohnsitz versetzen; τούτους εἰς Μέμφιν Her. 1, 154; χώρᾳ κατοικιῶ Soph. O. C. 642; γυναῖκας εἰς φῶς ἡλίου, ans Tageslicht bringen, Eur. Hipp. 617; ψυχὴν ἀτίμως ἐν τάφῳ Soph. Ant. 1056; ἑαυτόν Plat. Rep. IX, 592 b; ἐκγόνους ἐν τόπῳ Critia. 113 c; τὸ θνητὸν εἰς [[ἄλλην]] οἴκησιν Tim. 69 d; Sp., ἐκ Ῥώμης εἰς Καμερίαν Plut. Rom. 24; den Verbannten in sein Vaterland zurückführen, γῆς πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι κατῴκισάς με Aesch. Eum. 726; übtr. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Hoffnungen in Einem gründen, erwecken, Prom. 250; εἰς τὰς ἀρχαίας οἰκήσεις Plat. ep. 8 p. 357 b. – Pass. angesiedelt werden, sein, wohnen; Θήβας, οὗ κατῳκίσθην ἐγώ Eur. Herc. Fur. 13; κατοικίσθησαν ἐν Αἰγύπτῳ Her. 1, 154; κατοικισθεὶς εἰς τόπους Thuc. 2, 102; τὴν περὶ τὸ [[ἧπαρ]] ψυχῆς μοῖραν κατῳκισμένην Plat. Tim. 71 d, vgl. 89 e. – 2) γῆν, πόλιν, eine Stadt, ein Land mit Ansiedlern besetzen, bevölkern, anbauen; Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Aesch. Prom. 727; Ar. Av. 196; Λεοντίνους, im Ggstz von [[ἐξοικίζω]], Thuc. 6, 76; πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον Plat. Rep. II, 370 e; νήσους Isocr. 4, 35. – Isocr. 19, 23. 24 braucht auch, nach den besseren mss., das med., κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, sich niederlassen.
}}
{{ls
|lstext='''κατοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ. Πέμπω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, ποιῶ τινα κατοικεῖν, τοποθετῶ ὡς ἀποίκους, [[ἱδρύω]] ἀποικίαν, ἐν γένει τοποθετῶ, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, (ἀντίθ. [[ἐξοικίζω]] ἢ ἀνάστατον ποιῶ), κ. τινὰ ἐς τόπον Ἡρόδ. 2. 154, Ἀριστοφ. Εἰρ. 205, Δημ. 289. 14· κ. πόλιν ἐς τόπον, [[σχηματίζω]], Πλάτ. Πολ. 370E· γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατ. Εὐρ. Ἱππ. 617, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 69E, κτλ.·― [[ὡσαύτως]], κ. τινὰ ἐν τόπῳ, τοποθετῶ, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἐν..., Σοφ. Ἀντ. 1069, Πλάτ. Κριτί. 113C· ἐλπίδας ἔν τινι κ., [[ἐμφυτεύω]] εἰς τὸν νοῦν του, Αἰσχύλ. Πρ. 250· [[ὡσαύτως]], [[χώρα]] Σοφ. Ο. Κ. 637· τοὺς ἐπὶ τοῦ Πόντου κατῳκισμένους Ἀππ. Μιθρ. 15. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, πληρῶ λαοῦ τόπον τινά, αἳ Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 725· [[Μέγαρα]] Ἡρόδ. 5. 76, πρβλ. Εὐρ. Ἀνρδ. 296, Θουκ. 6. 76, κτλ.· τὴν Σικελίαν Ἐπιστ. Πλάτ. 357Α· τὸν Εὔξεινον πόντον κ. πόλεσι λαμπραῖς Ἀθήν. 523Ε· ὁ Θουκ. (6. 76) ἐν ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ χωρίῳ συντάσσει τὸ [[ῥῆμα]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ προσώπου καὶ μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος καὶ ἀντιτίθησι τοῦτο πρὸς τὸ [[ἐξοικίζω]], καί μοι δοκοῦσιν οὐ Λεοντίνους βούλεσθαι κατοικίσαι, ἀλλ’ ἡμᾶς [[μᾶλλον]] ἐξοικίσαι· οὐ γὰρ δὴ εὔλογον τὰς μὲν [[ἐκεῖ]] πόλεις ἀναστάτους ποιεῖν, τὰς δὲ [[ἐνθάδε]] κατοικίζειν. ΙΙ. Παθ., 1) ἐπὶ προσώπων, τοποθετοῦμαι, ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 154., 9. 106· ἐς τόπον Θουκ. 2. 102, κτλ.· περὶ τόπον Πλάτ. Τίμ. 71D·― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Ἰσοκρ. 389B, C 2) ἐπὶ τόπων, πληροῦμαι ἀποικιῶν, Θουκ. 1. 12., 2. 17· μορφοῦμαι, ἱδρύομαι, σχηματίζομαι, Ἰσοκρ. 192D. ΙΙΙ. [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν πατρίδα καὶ [[ἐκεῖ]] ἐκ νέου [[κατοικίζω]], ἀποκαθίστημί τινα εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] πόλιν (πρβλ. [[κάτειμι]], [[κατέρχομαι]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 756, πρβλ. Ἐπιστ. Πλάτ. 357B.
}}
}}