3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ. Πέμπω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, ποιῶ τινα κατοικεῖν, τοποθετῶ ὡς ἀποίκους, [[ἱδρύω]] ἀποικίαν, ἐν γένει τοποθετῶ, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, (ἀντίθ. [[ἐξοικίζω]] ἢ ἀνάστατον ποιῶ), κ. τινὰ ἐς τόπον Ἡρόδ. 2. 154, Ἀριστοφ. Εἰρ. 205, Δημ. 289. 14· κ. πόλιν ἐς τόπον, [[σχηματίζω]], Πλάτ. Πολ. 370E· γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατ. Εὐρ. Ἱππ. 617, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 69E, κτλ.·― [[ὡσαύτως]], κ. τινὰ ἐν τόπῳ, τοποθετῶ, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἐν..., Σοφ. Ἀντ. 1069, Πλάτ. Κριτί. 113C· ἐλπίδας ἔν τινι κ., [[ἐμφυτεύω]] εἰς τὸν νοῦν του, Αἰσχύλ. Πρ. 250· [[ὡσαύτως]], [[χώρα]] Σοφ. Ο. Κ. 637· τοὺς ἐπὶ τοῦ Πόντου κατῳκισμένους Ἀππ. Μιθρ. 15. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, πληρῶ λαοῦ τόπον τινά, αἳ Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 725· [[Μέγαρα]] Ἡρόδ. 5. 76, πρβλ. Εὐρ. Ἀνρδ. 296, Θουκ. 6. 76, κτλ.· τὴν Σικελίαν Ἐπιστ. Πλάτ. 357Α· τὸν Εὔξεινον πόντον κ. πόλεσι λαμπραῖς Ἀθήν. 523Ε· ὁ Θουκ. (6. 76) ἐν ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ χωρίῳ συντάσσει τὸ [[ῥῆμα]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ προσώπου καὶ μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος καὶ ἀντιτίθησι τοῦτο πρὸς τὸ [[ἐξοικίζω]], καί μοι δοκοῦσιν οὐ Λεοντίνους βούλεσθαι κατοικίσαι, ἀλλ’ ἡμᾶς [[μᾶλλον]] ἐξοικίσαι· οὐ γὰρ δὴ εὔλογον τὰς μὲν [[ἐκεῖ]] πόλεις ἀναστάτους ποιεῖν, τὰς δὲ [[ἐνθάδε]] κατοικίζειν. ΙΙ. Παθ., 1) ἐπὶ προσώπων, τοποθετοῦμαι, ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 154., 9. 106· ἐς τόπον Θουκ. 2. 102, κτλ.· περὶ τόπον Πλάτ. Τίμ. 71D·― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Ἰσοκρ. 389B, C 2) ἐπὶ τόπων, πληροῦμαι ἀποικιῶν, Θουκ. 1. 12., 2. 17· μορφοῦμαι, ἱδρύομαι, σχηματίζομαι, Ἰσοκρ. 192D. ΙΙΙ. [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν πατρίδα καὶ [[ἐκεῖ]] ἐκ νέου [[κατοικίζω]], ἀποκαθίστημί τινα εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] πόλιν (πρβλ. [[κάτειμι]], [[κατέρχομαι]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 756, πρβλ. Ἐπιστ. Πλάτ. 357B. | |lstext='''κατοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ. Πέμπω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, ποιῶ τινα κατοικεῖν, τοποθετῶ ὡς ἀποίκους, [[ἱδρύω]] ἀποικίαν, ἐν γένει τοποθετῶ, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, (ἀντίθ. [[ἐξοικίζω]] ἢ ἀνάστατον ποιῶ), κ. τινὰ ἐς τόπον Ἡρόδ. 2. 154, Ἀριστοφ. Εἰρ. 205, Δημ. 289. 14· κ. πόλιν ἐς τόπον, [[σχηματίζω]], Πλάτ. Πολ. 370E· γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατ. Εὐρ. Ἱππ. 617, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 69E, κτλ.·― [[ὡσαύτως]], κ. τινὰ ἐν τόπῳ, τοποθετῶ, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἐν..., Σοφ. Ἀντ. 1069, Πλάτ. Κριτί. 113C· ἐλπίδας ἔν τινι κ., [[ἐμφυτεύω]] εἰς τὸν νοῦν του, Αἰσχύλ. Πρ. 250· [[ὡσαύτως]], [[χώρα]] Σοφ. Ο. Κ. 637· τοὺς ἐπὶ τοῦ Πόντου κατῳκισμένους Ἀππ. Μιθρ. 15. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, πληρῶ λαοῦ τόπον τινά, αἳ Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 725· [[Μέγαρα]] Ἡρόδ. 5. 76, πρβλ. Εὐρ. Ἀνρδ. 296, Θουκ. 6. 76, κτλ.· τὴν Σικελίαν Ἐπιστ. Πλάτ. 357Α· τὸν Εὔξεινον πόντον κ. πόλεσι λαμπραῖς Ἀθήν. 523Ε· ὁ Θουκ. (6. 76) ἐν ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ χωρίῳ συντάσσει τὸ [[ῥῆμα]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ προσώπου καὶ μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος καὶ ἀντιτίθησι τοῦτο πρὸς τὸ [[ἐξοικίζω]], καί μοι δοκοῦσιν οὐ Λεοντίνους βούλεσθαι κατοικίσαι, ἀλλ’ ἡμᾶς [[μᾶλλον]] ἐξοικίσαι· οὐ γὰρ δὴ εὔλογον τὰς μὲν [[ἐκεῖ]] πόλεις ἀναστάτους ποιεῖν, τὰς δὲ [[ἐνθάδε]] κατοικίζειν. ΙΙ. Παθ., 1) ἐπὶ προσώπων, τοποθετοῦμαι, ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 154., 9. 106· ἐς τόπον Θουκ. 2. 102, κτλ.· περὶ τόπον Πλάτ. Τίμ. 71D·― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Ἰσοκρ. 389B, C 2) ἐπὶ τόπων, πληροῦμαι ἀποικιῶν, Θουκ. 1. 12., 2. 17· μορφοῦμαι, ἱδρύομαι, σχηματίζομαι, Ἰσοκρ. 192D. ΙΙΙ. [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν πατρίδα καὶ [[ἐκεῖ]] ἐκ νέου [[κατοικίζω]], ἀποκαθίστημί τινα εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] πόλιν (πρβλ. [[κάτειμι]], [[κατέρχομαι]]), Αἰσχύλ. Εὐμ. 756, πρβλ. Ἐπιστ. Πλάτ. 357B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> conduire <i>ou</i> établir dans une résidence : τινα [[ἐς]] πόλιν, [[ἐς]] χώραν HDT conduire et établir qqn dans un pays ; avec le dat. seul : χώρᾳ SOPH établir dans un pays ; <i>fig.</i> ἐλπίδας ἔς τινι κ. ESCHL déposer (<i>litt.</i> faire habiter) des espérances dans l’âme de qqn;<br /><b>2</b> coloniser : πόλιν ESCHL fonder <i>ou</i> peupler une cité;<br /><b>3</b> ramener <i>ou</i> rétablir dans sa demeure <i>en parl. d’exilés</i>;<br /><i>Pass. (ao.</i> κατῳκίσθην, <i>pf.</i> κατῴκισμαι) être venu s’établir dans, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc. ; <i>p. ext.</i> être établi dans, habiter, <i>avec</i> ἔν τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατοικίζομαι (<i>ao.</i> κατῳκισάμην) être venu s’établir, s’être établi dans, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc. <i>ou</i> ἔν τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκίζω]]. | |||
}} | }} |