Anonymous

ξέω: Difference between revisions

From LSJ
1,884 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] (ξυ), <b class="b2">schaben</b>, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. <b class="b2">dgl. glättenn</b>. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν [[ἐπισταμένως]], von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch [[λέχος]] ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] (ξυ), <b class="b2">schaben</b>, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. <b class="b2">dgl. glättenn</b>. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν [[ἐπισταμένως]], von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch [[λέχος]] ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
}}
{{ls
|lstext='''ξέω''': παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, [[ξέσσε]] δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· [[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· [[μετέπειτα]] ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· [[στήμων]] ἐξεσμένος, [[καλῶς]] τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, [[ἑπομένως]] [[ἐρεθίζω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ [[κεραοξόος]] κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, [[ξύστρα]], ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras ([[ξυρόν]], [[ξυράφιον]]), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran ([[κείρω]]), κτλ.· - [[ἴσως]] τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, [[ξυρίζω]], [[εἶναι]] συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. [[ξαίνω]], [[ξίφος]] (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει [[ὡσαύτως]] τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).
}}
}}