Anonymous

κατηφής: Difference between revisions

From LSJ
6_7
(13_6a)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1401.png Seite 1401]] ές (wahrscheinlich von [[κατά]] u. [[φάος]], vgl. [[κατωπιάω]]), mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, gedemüthigt, beschämt; Od. 24, 432; κατηφὲς [[ὄμμα]] Eur. Heracl. 633; ὀφθαλμοί Hippocr.; κατηφέστερος Arist. H. A. 6, 18; Folgde, wie Plut. Pomp. 73; dem [[στυγνός]] entsprechend, gtrat. 51 (XII, 704), dem δεδακρυμένος, 54 (XII, 212); νύξ Paul. Sil. 65 (IX, 658). – Auch [[χωρίον]] κατηφές, Poll. 5, 110; von dunkler Farbe, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1401.png Seite 1401]] ές (wahrscheinlich von [[κατά]] u. [[φάος]], vgl. [[κατωπιάω]]), mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, gedemüthigt, beschämt; Od. 24, 432; κατηφὲς [[ὄμμα]] Eur. Heracl. 633; ὀφθαλμοί Hippocr.; κατηφέστερος Arist. H. A. 6, 18; Folgde, wie Plut. Pomp. 73; dem [[στυγνός]] entsprechend, gtrat. 51 (XII, 704), dem δεδακρυμένος, 54 (XII, 212); νύξ Paul. Sil. 65 (IX, 658). – Auch [[χωρίον]] κατηφές, Poll. 5, 110; von dunkler Farbe, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατηφής''': -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ [[κάτω]], [[ὅστις]] τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, [[ἄθυμος]], κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. [[ὄμμα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι [[ὅταν]] ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· [[χωρίον]] [[Πολυδ]]. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, [[λίθος]] κ. καὶ [[μέλας]] Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία [[ἀμφίβολος]], τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ [[κάτω]]-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, [[ὅπερ]] δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· [[διότι]] κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. [[λύπη]] πρὸς τὰ [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ [[κάτω]] τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. [[κατωπός]], [[κατωπιάω]].
}}
}}