3,277,172
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηφής''': -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ [[κάτω]], [[ὅστις]] τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, [[ἄθυμος]], κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. [[ὄμμα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι [[ὅταν]] ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· [[χωρίον]] [[Πολυδ]]. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, [[λίθος]] κ. καὶ [[μέλας]] Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία [[ἀμφίβολος]], τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ [[κάτω]]-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, [[ὅπερ]] δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· [[διότι]] κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. [[λύπη]] πρὸς τὰ [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ [[κάτω]] τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. [[κατωπός]], [[κατωπιάω]]. | |lstext='''κατηφής''': -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ [[κάτω]], [[ὅστις]] τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, [[ἄθυμος]], κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. [[ὄμμα]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι [[ὅταν]] ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· [[χωρίον]] [[Πολυδ]]. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, [[λίθος]] κ. καὶ [[μέλας]] Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία [[ἀμφίβολος]], τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ [[κάτω]]-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, [[ὅπερ]] δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· [[διότι]] κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. [[λύπη]] πρὸς τὰ [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ [[κάτω]] τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. [[κατωπός]], [[κατωπιάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui baisse les yeux de honte <i>ou</i> de tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπτω]]. | |||
}} | }} |