3,276,960
edits
(13_3) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. [[πρός]] τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. [[πρός]] τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπισχῡρίζομαι''': ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, [[ἄντικρυς]] ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ [[ἄλλο]] τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διισχυρίζομαι]], [[ἐπιμένω]], Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ [[ἐπισχυρίζομαι]]: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, [[διαρρήδην]], Εὐστ. 1861. 41. | |||
}} | }} |