Anonymous

ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπισχῡρίζομαι''': ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, [[ἄντικρυς]] ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ [[ἄλλο]] τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διισχυρίζομαι]], [[ἐπιμένω]], Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ [[ἐπισχυρίζομαι]]: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, [[διαρρήδην]], Εὐστ. 1861. 41.
|lstext='''ἀπισχῡρίζομαι''': ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, [[ἄντικρυς]] ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ [[ἄλλο]] τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διισχυρίζομαι]], [[ἐπιμένω]], Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ [[ἐπισχυρίζομαι]]: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, [[διαρρήδην]], Εὐστ. 1861. 41.
}}
{{bailly
|btext=s’opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ἰσχυρίζομαι.
}}
}}