Anonymous

διαίρω: Difference between revisions

From LSJ
1,719 bytes added ,  5 August 2017
6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] (s. [[αἴρω]]), 1) aufheben, erheben; ἄνω τὸν αὐχένα Xen. de re equ. 10, 3. – Med., sich erheben, πρὸς τὴν τῶν ὄντων θέαν Arist. mund. 1; βακτηρίαν, seinen Stock erheben, Plut. Lys. 15, u. öfter; Luc. Tox. 40; – οὐδὲ τὸ [[στόμα]] διᾶραι, nicht einmal den Mund (von einander thun) öffnen u. die Stimme erheben, Dem. 19, 112. 21, 67; προσωπεῖα διῃρμένα τὸ [[στόμα]], mit aufgesperrtem Munde, Luc. – Vom Styl, erhaben, διῃρμένος, Rhetor., vgl. Schäfer Melet. p. 10. – 2) intrans., sich erheben, aufbrechen; ἐς Σικελίαν Pol. 1, 39, 1, u. öfter; auch = übersetzen, über τὸν πόρον, τὸν κόλπον, 1, 37, 1. 5, 16, 5; vgl. [[αἴρω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] (s. [[αἴρω]]), 1) aufheben, erheben; ἄνω τὸν αὐχένα Xen. de re equ. 10, 3. – Med., sich erheben, πρὸς τὴν τῶν ὄντων θέαν Arist. mund. 1; βακτηρίαν, seinen Stock erheben, Plut. Lys. 15, u. öfter; Luc. Tox. 40; – οὐδὲ τὸ [[στόμα]] διᾶραι, nicht einmal den Mund (von einander thun) öffnen u. die Stimme erheben, Dem. 19, 112. 21, 67; προσωπεῖα διῃρμένα τὸ [[στόμα]], mit aufgesperrtem Munde, Luc. – Vom Styl, erhaben, διῃρμένος, Rhetor., vgl. Schäfer Melet. p. 10. – 2) intrans., sich erheben, aufbrechen; ἐς Σικελίαν Pol. 1, 39, 1, u. öfter; auch = übersetzen, über τὸν πόρον, τὸν κόλπον, 1, 37, 1. 5, 16, 5; vgl. [[αἴρω]].
}}
{{ls
|lstext='''διαίρω''': μέλλ. διᾰρῶ, [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, δ. ἄνω τὸν αὐχένα Ξεν. Ἱππ. 10, 3. - Μεσ., [[ἐγείρω]] ἐμαυτόν, ὑψοῦμαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 1· [[ἐγείρω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τὴν βακτηρίαν Πλούτ. Λυσ. 15 (ἐκτὸς ἂν διορθωθῇ τῇ βακτηρίᾳ, [[ὁπότε]] το διαράμενος θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοιαν ἣν παρὰ Θεοφρ., ἴδε κατωτ.)· τόσον δ., τόσον [[ἀναλαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, Πλάτ. Ἀξ. 370Β. - Παθ., δ. εἰς, πρὸς [[ὕψος]] Φίλων 2. 510, 614. ΙΙ. [[χωρίζω]], μετακινῶ, [[μεταφέρω]], τὸν πόλεμον ἀπὸ… Πλούτ. Ἀγησ. 15. - Μέσ., διαράμενος (ἐνν. τὰ σκέλη), grandi gradu, μὲ μεγαλοπρεπὲς [[βάδισμα]] (Casaub.) Θεόφρ. Χαρ. 3. 2) δ. τὸ [[στόμα]], ἀνοίγω τὸ [[στόμα]] μου, Δημ. 375. 14., 405. 26· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, διηρμένος, ὁ ἀγορεύων ore rotundo, μὲ [[ὕφος]] ὑψηλόν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 6, π. Ἀρχ. Συγγρ. 5. 3, Ἑρμογ., κτλ. ΙΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν, κτλ.), [[μεταφέρω]] ἐμαυτὸν εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[διαβαίνω]], [[διαπλέω]], τὸ [[πέλαγος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 268· τὸν πόρον Πολύβ. 1. 37, 1· εἰς Σικελίαν ὁ αὐτ. 1. 24, 5, κτλ.· πρβλ. [[αἴρω]].
}}
}}