3,274,873
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαίρω''': μέλλ. διᾰρῶ, [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, δ. ἄνω τὸν αὐχένα Ξεν. Ἱππ. 10, 3. - Μεσ., [[ἐγείρω]] ἐμαυτόν, ὑψοῦμαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 1· [[ἐγείρω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τὴν βακτηρίαν Πλούτ. Λυσ. 15 (ἐκτὸς ἂν διορθωθῇ τῇ βακτηρίᾳ, [[ὁπότε]] το διαράμενος θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοιαν ἣν παρὰ Θεοφρ., ἴδε κατωτ.)· τόσον δ., τόσον [[ἀναλαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, Πλάτ. Ἀξ. 370Β. - Παθ., δ. εἰς, πρὸς [[ὕψος]] Φίλων 2. 510, 614. ΙΙ. [[χωρίζω]], μετακινῶ, [[μεταφέρω]], τὸν πόλεμον ἀπὸ… Πλούτ. Ἀγησ. 15. - Μέσ., διαράμενος (ἐνν. τὰ σκέλη), grandi gradu, μὲ μεγαλοπρεπὲς [[βάδισμα]] (Casaub.) Θεόφρ. Χαρ. 3. 2) δ. τὸ [[στόμα]], ἀνοίγω τὸ [[στόμα]] μου, Δημ. 375. 14., 405. 26· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, διηρμένος, ὁ ἀγορεύων ore rotundo, μὲ [[ὕφος]] ὑψηλόν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 6, π. Ἀρχ. Συγγρ. 5. 3, Ἑρμογ., κτλ. ΙΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν, κτλ.), [[μεταφέρω]] ἐμαυτὸν εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[διαβαίνω]], [[διαπλέω]], τὸ [[πέλαγος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 268· τὸν πόρον Πολύβ. 1. 37, 1· εἰς Σικελίαν ὁ αὐτ. 1. 24, 5, κτλ.· πρβλ. [[αἴρω]]. | |lstext='''διαίρω''': μέλλ. διᾰρῶ, [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, δ. ἄνω τὸν αὐχένα Ξεν. Ἱππ. 10, 3. - Μεσ., [[ἐγείρω]] ἐμαυτόν, ὑψοῦμαι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 1· [[ἐγείρω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τὴν βακτηρίαν Πλούτ. Λυσ. 15 (ἐκτὸς ἂν διορθωθῇ τῇ βακτηρίᾳ, [[ὁπότε]] το διαράμενος θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοιαν ἣν παρὰ Θεοφρ., ἴδε κατωτ.)· τόσον δ., τόσον [[ἀναλαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, Πλάτ. Ἀξ. 370Β. - Παθ., δ. εἰς, πρὸς [[ὕψος]] Φίλων 2. 510, 614. ΙΙ. [[χωρίζω]], μετακινῶ, [[μεταφέρω]], τὸν πόλεμον ἀπὸ… Πλούτ. Ἀγησ. 15. - Μέσ., διαράμενος (ἐνν. τὰ σκέλη), grandi gradu, μὲ μεγαλοπρεπὲς [[βάδισμα]] (Casaub.) Θεόφρ. Χαρ. 3. 2) δ. τὸ [[στόμα]], ἀνοίγω τὸ [[στόμα]] μου, Δημ. 375. 14., 405. 26· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, διηρμένος, ὁ ἀγορεύων ore rotundo, μὲ [[ὕφος]] ὑψηλόν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 6, π. Ἀρχ. Συγγρ. 5. 3, Ἑρμογ., κτλ. ΙΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν, κτλ.), [[μεταφέρω]] ἐμαυτὸν εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[διαβαίνω]], [[διαπλέω]], τὸ [[πέλαγος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 268· τὸν πόρον Πολύβ. 1. 37, 1· εἰς Σικελίαν ὁ αὐτ. 1. 24, 5, κτλ.· πρβλ. [[αἴρω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαρῶ, <i>ao.</i> διῆρα, <i>pf.</i> διῆρκα, <i>part. pf. Pass.</i> διηρμένος;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> lever pour éloigner : δ. τὸν πόλεμον [[ἀπό]] PLUT transporter la guerre loin de;<br /><b>2</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν <i>ou</i> [[νῆα]]) se lancer à travers, traverser;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαίρομαι;<br /><b>1</b> lever en écartant : διαράμενος (<i>s.e.</i> τὰ σκέλη) THC <i>litt.</i> ayant écarté (les jambes), <i>càd</i> ayant marché à grands pas;<br /><b>2</b> lever qch à soi : βακτηρίαν PLUT son bâton.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |