Anonymous

μεταλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_6b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] att. -αλλάττω, austauschen, verändern; φύσιν, Soph. frg. 713, wie Ar. Av. 117; θέσμια μεταλλάξας, Her. 1, 59; τοὔνομα, Plat. Polit. 292 a; μεταβολὴν οὐ σμικρὰν βίου μεταλλάττοντας, Legg. VI, 775 c; χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας, Parmen. 138 c; χώραν, das Land wechseln, d. i. in ein anderes Land ziehen, Lycurg. 86, wie τόπον 69; vgl. οὐ γὰρ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν, Aesch. 3, 78; Plat. sagt auch τοὺς ἀναξίους εἰς τὴν τῶν ἐπανιόντων χώραν μεταλλάττειν, hinüberführen, Tim. 19 a; – βίον, das geben wechseln, sterben, Isocr. Archid. 12; Pol. 2, 70, 6 u. öfter; auch ohne den Zusatz, Plat. Ar. 367 c 369 b; Pol. 1, 43, 4 u. oft, u. öfter bei Sp.; – absol., sich ändern, wechseln, Her. 2, 77. – Adj. verb. [[μεταλλακτός]], verändert, Aesch. Spt. 688, Pind. fr. 241.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] att. -αλλάττω, austauschen, verändern; φύσιν, Soph. frg. 713, wie Ar. Av. 117; θέσμια μεταλλάξας, Her. 1, 59; τοὔνομα, Plat. Polit. 292 a; μεταβολὴν οὐ σμικρὰν βίου μεταλλάττοντας, Legg. VI, 775 c; χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας, Parmen. 138 c; χώραν, das Land wechseln, d. i. in ein anderes Land ziehen, Lycurg. 86, wie τόπον 69; vgl. οὐ γὰρ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν, Aesch. 3, 78; Plat. sagt auch τοὺς ἀναξίους εἰς τὴν τῶν ἐπανιόντων χώραν μεταλλάττειν, hinüberführen, Tim. 19 a; – βίον, das geben wechseln, sterben, Isocr. Archid. 12; Pol. 2, 70, 6 u. öfter; auch ohne den Zusatz, Plat. Ar. 367 c 369 b; Pol. 1, 43, 4 u. oft, u. öfter bei Sp.; – absol., sich ändern, wechseln, Her. 2, 77. – Adj. verb. [[μεταλλακτός]], verändert, Aesch. Spt. 688, Pind. fr. 241.
}}
{{ls
|lstext='''μεταλλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Μεταβάλλω τροποποιῶ, τὰ θέσμια Ἡρόδ. 1. 59· τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι Σοφ. Ἀποσπ. 519· [[πότμος]]... μ. φύσιν [[αὐτόθι]] 713· μεταβολὴν βίου μ. Πλάτ. Νόμ. 775C. ― Παθ., πόνου μεταλλαχθέντος Σοφ. Ἀποσπ. 672· τὰς τύχας ἑκατέρων μετήλλαξαν, ἐνήλλαξαν, ἀντήλλαξαν πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 52D ΙΙ. [[ἀνταλλάσσω]] 1) λαμβάνων τι [[ἀντί]] τινος, λαμβάνων εἰς ἀνταλλαγήν, ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν Ἀριστοφ. Ὄρν. 117· ― οὕτω, μ. τόπον, χώραν, [[ὑπάγω]] εἰς νέαν χώραν, Πλάτ. Νόμ. 760C· μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 138C· ἑτέραν μ. τὴν χώραν Λυκοῦργ. 158. 34· μ. διάφορα βρώματα, ἔχω ποικιλίαν φαγητῶν, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 14· ― Μέσ., μεταλλάσσεσθαι χιτῶνα Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. 7. 44· τὴν τύχην Δείναρχ. 101. 43. 2) [[ἀλλάσσω]] τι ἀντ’ ἄλλου, [[μεταβαίνω]] ἀπὸ μιᾶς εἰς [[ἄλλην]] κατάστασιν, ἀποβιῶ, [[ἀποθνήσκω]], [[ἐπειδὴ]] δὲ [[Ἡρακλῆς]] μετήλλαξε τὸν βίον θεὸς ἐκ θνητοῦ γενόμενος Ἰσοκρ. 119Β, 192Α· οὕτω καὶ μόνον μεταλλάσσειν, Πλάτ. Ἀξ. 367C, 369Β· μ. ἐξ ἀνθρώπων Διόδ. 18. 56· ― πρβλ. [[ἀλλάσσω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, μεταβάλλομαι, Ἐπίχ. 94. 15 Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Εὐρ. Ἀποσπ. 264, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1. IV. [[κομίζω]], [[μεταφέρω]] τινὰ εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταβιβάζω]], τινὰ εἰς... Πλάτ. Τίμ. 19Α.
}}
}}