Anonymous

μεταλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Μεταβάλλω τροποποιῶ, τὰ θέσμια Ἡρόδ. 1. 59· τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι Σοφ. Ἀποσπ. 519· [[πότμος]]... μ. φύσιν [[αὐτόθι]] 713· μεταβολὴν βίου μ. Πλάτ. Νόμ. 775C. ― Παθ., πόνου μεταλλαχθέντος Σοφ. Ἀποσπ. 672· τὰς τύχας ἑκατέρων μετήλλαξαν, ἐνήλλαξαν, ἀντήλλαξαν πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 52D ΙΙ. [[ἀνταλλάσσω]] 1) λαμβάνων τι [[ἀντί]] τινος, λαμβάνων εἰς ἀνταλλαγήν, ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν Ἀριστοφ. Ὄρν. 117· ― οὕτω, μ. τόπον, χώραν, [[ὑπάγω]] εἰς νέαν χώραν, Πλάτ. Νόμ. 760C· μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 138C· ἑτέραν μ. τὴν χώραν Λυκοῦργ. 158. 34· μ. διάφορα βρώματα, ἔχω ποικιλίαν φαγητῶν, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 14· ― Μέσ., μεταλλάσσεσθαι χιτῶνα Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. 7. 44· τὴν τύχην Δείναρχ. 101. 43. 2) [[ἀλλάσσω]] τι ἀντ’ ἄλλου, [[μεταβαίνω]] ἀπὸ μιᾶς εἰς [[ἄλλην]] κατάστασιν, ἀποβιῶ, [[ἀποθνήσκω]], [[ἐπειδὴ]] δὲ [[Ἡρακλῆς]] μετήλλαξε τὸν βίον θεὸς ἐκ θνητοῦ γενόμενος Ἰσοκρ. 119Β, 192Α· οὕτω καὶ μόνον μεταλλάσσειν, Πλάτ. Ἀξ. 367C, 369Β· μ. ἐξ ἀνθρώπων Διόδ. 18. 56· ― πρβλ. [[ἀλλάσσω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, μεταβάλλομαι, Ἐπίχ. 94. 15 Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Εὐρ. Ἀποσπ. 264, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1. IV. [[κομίζω]], [[μεταφέρω]] τινὰ εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταβιβάζω]], τινὰ εἰς... Πλάτ. Τίμ. 19Α.
|lstext='''μεταλλάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Μεταβάλλω τροποποιῶ, τὰ θέσμια Ἡρόδ. 1. 59· τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι Σοφ. Ἀποσπ. 519· [[πότμος]]... μ. φύσιν [[αὐτόθι]] 713· μεταβολὴν βίου μ. Πλάτ. Νόμ. 775C. ― Παθ., πόνου μεταλλαχθέντος Σοφ. Ἀποσπ. 672· τὰς τύχας ἑκατέρων μετήλλαξαν, ἐνήλλαξαν, ἀντήλλαξαν πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 52D ΙΙ. [[ἀνταλλάσσω]] 1) λαμβάνων τι [[ἀντί]] τινος, λαμβάνων εἰς ἀνταλλαγήν, ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν Ἀριστοφ. Ὄρν. 117· ― οὕτω, μ. τόπον, χώραν, [[ὑπάγω]] εἰς νέαν χώραν, Πλάτ. Νόμ. 760C· μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 138C· ἑτέραν μ. τὴν χώραν Λυκοῦργ. 158. 34· μ. διάφορα βρώματα, ἔχω ποικιλίαν φαγητῶν, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 14· ― Μέσ., μεταλλάσσεσθαι χιτῶνα Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. 7. 44· τὴν τύχην Δείναρχ. 101. 43. 2) [[ἀλλάσσω]] τι ἀντ’ ἄλλου, [[μεταβαίνω]] ἀπὸ μιᾶς εἰς [[ἄλλην]] κατάστασιν, ἀποβιῶ, [[ἀποθνήσκω]], [[ἐπειδὴ]] δὲ [[Ἡρακλῆς]] μετήλλαξε τὸν βίον θεὸς ἐκ θνητοῦ γενόμενος Ἰσοκρ. 119Β, 192Α· οὕτω καὶ μόνον μεταλλάσσειν, Πλάτ. Ἀξ. 367C, 369Β· μ. ἐξ ἀνθρώπων Διόδ. 18. 56· ― πρβλ. [[ἀλλάσσω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, μεταβάλλομαι, Ἐπίχ. 94. 15 Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Εὐρ. Ἀποσπ. 264, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1. IV. [[κομίζω]], [[μεταφέρω]] τινὰ εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταβιβάζω]], τινὰ εἰς... Πλάτ. Τίμ. 19Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> μετήλλαξα, <i>pf.</i> μετήλλαχα;<br />changer, acc. : τὸν βίον ISOCR <i>ou simpl.</i> μεταλλάσσειν, mourir;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταλλάσσομαι changer, échanger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀλλάσσω]].
}}
}}