3,277,197
edits
(13_5) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; [[ὄψις]] Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von [[ἠπίαλος]], Medic. – Uebh. mit [[δεινός]] vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; [[ὄψις]] Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von [[ἠπίαλος]], Medic. – Uebh. mit [[δεινός]] vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φρικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ὑπὸ φρίκης ἢ φρικιάσεως συνοδευόμενος, πυρετὸς φρ., ὁ [[μετὰ]] φρικιάσεως ἢ ῥίγους, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 949· [[δυσουρία]] φρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1247· ― τὸ φρικῶδες, ἡ [[τραχύτης]], [[ἀνωμαλία]] τῆς ἐπιδερμίδος, [[οἷον]] [[ὅταν]] κατέχηταί τις ὑπὸ ἠπιάλου ἢ παροξυσμοῦ ῥίγους, Ἱππ., Γαλην. ΙΙ. ἐμποιῶν φρίκην ἢ τρόμον, [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]], [[ὄψις]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1336 (λυρ.)· τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη Ἀνδοκ. 5. 5· φρικώδη κλύειν, δεινὰ ἀκοῦσαι, Εὐρ. Ἱππ. 1202· καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, [[οἷον]] Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 2, Πλούτ., κλπ.· ― οὐδ. φρικῶδες, ὡς ἐπίρρ., φρικτῶς, Εὐρ. Ἱππόλ. 1216· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ θρησκευτικῆς εὐλαβείας, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἀριστείδ. 1. 256. ― Ἐπίρρ. -δῶς, φρικωδέστατα ἔχειν, ἐπὶ τῆς φρίκης τοῦ δικαστηρίου, Δημ. 644. 18. | |||
}} | }} |