Anonymous

σπερχνός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] <b class="b2">schnell, eilig</b>, hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] <b class="b2">schnell, eilig</b>, hastig; [[βέλος]], Hes. Scut. 454; [[ἄγγελος]], Aesch. Spt. 267; – heftig, [[ὀδύνη]] ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, [[πυρετός]]. – Bei Hesych. auch durch [[σπερχνοποιός]] erkl., beschleunigend, antreibend.
}}
{{ls
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ.
}}
}}