Anonymous

σπερχνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ.
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rapide, impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]].
}}
}}