3,273,773
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ. | |lstext='''σπερχνός''': -ή, -όν, ([[σπέρχω]]) σπεύδων, [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], [[βέλος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 454· [[καθόλου]], ὁ σπεύδων, «[[βιαστικός]]», ἄγγελοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285· [[οὕτως]] ἐπὶ νόσων καὶ ἀλγηδόνων, [[ὁρμητικός]], [[δεινός]], [[ὀξύς]], Ἱππ. 483. 48. 48., 577. 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., σπεύδων, ἐπείγων, «[[ταχύς]], [[σπουδαῖος]]. [[ἄγαν]] ἐγκείμενος πρὸς τ., ἢ ἐπειγόμενος», καὶ «σπερχνόν· [[εἶδος]] ἱέρακος» Ἡσύχ.· οὕτω σπερχνο-[[ποιός]], όν, ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />rapide, impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]]. | |||
}} | }} |